-
1 πολυ-φημία
πολυ-φημία, ἡ, Bekanntheit durch guten od. bösen Ruf, Poll. 5, 158.
-
2 κακο-φημία
κακο-φημία, ἡ, das üble Gerücht, ἡ ἐκ τῶν πολλῶν κ. Ael. V. H. 3, 7.
-
3 εὐ-φημία
εὐ-φημία, ἡ, 1) der gute Ruf, erst bei Sp., Ael. V. H. 3, 47; Plut. u. A. – 2) das Reden guter Worte, die gute Vorbedeutung haben, δι' εὐφημίαν ὄνομα ἀποικίαν τιϑέμενος Plat. Legg. I, 736 a, u. sonst; Φίλιππον νῦν μὲν διὰ τὴν τῶν λόγων εὐφημίαν ἐπαινῶ, worauf folgt ἐὰν δὲ ὁ αὐτὸς ἐν τοῖς ἔργοις γένηται, οἷος νῦν ἐν τοῖς ἐπαγγέλμασιν, – ἀσφαλῆ ποιήσεται τὸν ἔπαινον Aesch. 1, 169; vgl. 3, 92; πᾶσαν εὐφημίαν παρειχόμην, ich habe alles Gute geredet, Dem. ep. 2 g. E.; bes. beim Opfer, Andachtsstille (VLL. σιωπή), εὐφημίαν νῦν ἴσχε, schweige still, Soph. Trach. 177, wie frg. 764 εὐφημίαν μὲν πρῶτα κηρύξας ἔχω; so oft εὐφημία ἔστω, Ar. Th. 303, u. A.; καὶ σιγή Ath. XII, 538 a. Daher = Anbetung, Gebet, Plat. Alc. II, 149 b, wie Pind. ὧν εὐφαμίαις μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει, P. 10, 35. Vgl. noch Din. 2, 14 ὁ νόμος εὐξάμενον κελεύει τὸν κήρυκα μετ' εὐφημίας πολλῆς, οὕτως ὑμῖν τὸ βουλεύεσϑαι παραδιδόναι; anders Plat. εὐφημίαν ἔχειν πρὸς αὑτοῦ γονέας, Legg. IV, 717 c. – Bes. bei Sp. freudiger Zuruf, Beglückwünschung, z. B. εὐφημίαις παντοδαπαῖς ὑπεδέχοντο Hdn. 1, 7, 11. – Gute Aussprache, Demetr. Phal. 175.
-
4 δυς-φημία
-
5 βλασ-φημία
βλασ-φημία, ἡ, Schmähung, εἰς τὸ ϑεῖον Men. fr. inc. 169; Verläumdung, Ggstz εὐφημία Dem. 25, 26; φϑέγγεσϑαι Eur. Ion. 1189; καταχέειν κατὰ τῶν ἱερῶν Plat. Legg. VII, 800 d; ποιεῖσϑαι κατά τινος Dem. 18, 95; ἀποῤῥίπτειν εἴς τινα Herodian. 8, 5, 3 u. A.
-
6 ὑστερο-φημία
ὑστερο-φημία, ἡ, Nachruhm; Plut., de prot. virt. sent. p. 266; M. Ant. 2, 17.
-
7 βλασφημια
ἥ [βλάπτω]1) злословие, хула, поношение Eur., Plat. etc.2) кощунство Men., NT. -
8 δυσφημια
ἥ преимущ. pl.1) зловещие слова, проклятия(κατέχειν πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις Soph.; λοιδορίαι τὸ πρῶτον, εἶτα δυσφημίαι Plut.)
2) поношение— дурная слава (δυσφημίας ἔχειν τινός Soph.)
3) порицание, хула -
9 ευφημια
ἥ1) воздержание от неподобающих слов, т.е. благоговейное молчаниеεὐφημίαν ἴσχειν или σώζειν Soph. — хранить благоговейное молчание;
εὐ. ἔστω! Arph. — да воцарится (торжественное) молчание!2) почтительность, благопристойность(λόγων Luc.)
3) смягченное выражение, эвфемизм (напр., Εὐμενίδες вм. Ἐρινύες, Εὔξεινος вм. Ἀξεινος)δι΄ εὐφημίαν Plat. или εὐφημίας ἕνεκα Aeschin. — мягко выражаясь
4) славословие, моление, молитвенное песнопение(φησὴν τέν εὐφημίαν εἶναι μᾶλλον, ἤ τὰ σύμπαντα ἱερά Plat.)
5) доброе имя, слава Plut., NT. -
10 υστεροφημια
-
11 κακοφημία
κᾰκο-φημία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοφημία
-
12 πολυφημία
πολυ-φημία, ἡ,A far-spread fame, Poll.5.158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφημία
-
13 φήμιος
2 epith. of Zeus, SIG1014.27 (Erythrae, iii B. C.); Φημία, epith. of Athena, ibid. -
14 ὑστεροφημία
ὑστερο-φημία, ἡ,A posthumous fame, Plu.2.85c, M.Ant.2.17, Longin.14.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστεροφημία
-
15 βλασφημία
βλασ-φημία, Schmähung; Verleumdung -
16 δυςφημία
-
17 εὐφημία
εὐ-φημία, ἡ, (1) der gute Ruf. (2) das Reden guter Worte, die gute Vorbedeutung haben; πᾶσαν εὐφημίαν παρειχόμην, ich habe alles Gute geredet; bes. beim Opfer: Andachtsstille; εὐφημίαν νῦν ἴσχε, schweige still. Daher = Anbetung, Gebet; freudiger Zuruf, Beglückwünschung. Gute Aussprache -
18 κακοφημία
κακο-φημία, ἡ, das üble Gerücht -
19 πολυφημία
πολυ-φημία, ἡ, Bekanntheit durch guten od. bösen Ruf -
20 ὑστεροφημία
ὑστερο-φημία, ἡ, Nachruhm
См. также в других словарях:
Φημία — ἡ, Α [φῆμις] προσωνυμία τής Αθηνάς … Dictionary of Greek
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
ЕВФИМИЯ — • Ευφημία, священная тишина, предшествующая каждому жертвоприношению и каждой вступительной к нему молитве и возвещаемая определенной формулой: ευφημία εστω или ευφημει̃τε, у римлян favete linguis. У римлян присоединялось к этому… … Реальный словарь классических древностей
υστεροφημία — η / ὑστεροφημία, ΝΑ μεταθανάτια καλή φήμη, η εύφημη μνεία κάποιου μετά τον θάνατό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φημία (< φημος < φήμη), πρβλ. κακο φημία] … Dictionary of Greek
Φήμιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός αοιδός των ανακτόρων του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Με τη φόρμιγγα και τα άσματά του ψυχαγωγούσε τους μνηστήρες της Πηνελόπης, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο παλάτι στη διάρκεια της πολύχρονης απουσίας του ήρωα.… … Dictionary of Greek
ταχυφημία — η, Ν ιατρ. ανωμαλία στο ρυθμό τής ομιλίας που συνίσταται στην ασυγκράτητη, υπερβολικά βιαστική και ασαφή εκφορά τού λόγου και κατά την οποία υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στην ταχύτητα τής σκέψης και στην ταχύτητα τής κινητικής γλωσσικής δεξιότητας,… … Dictionary of Greek
υστερ(ο)- — / ὑστερ(ο) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο: α) προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία εκείνου που γίνεται ή αρχίζει αργότερα, ύστερα (πρβλ. υστερο γενής, υστερο γραφος, υστερο φημία βλ. και λ. ύστερος) β) αποτελεί α… … Dictionary of Greek