Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐ-τρόχαλος

См. также в других словарях:

  • τροχαλός — running masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχαλος — ο, Ν σωρός από τρόχαλα, σωρός από λιθάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τροχαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Η σημ. τής λ. διαμορφώθηκε κατ επίδραση τού τ. τρόχμαλος] …   Dictionary of Greek

  • τροχαλός — ή, όν, ΜΑ κυρτός, κεκαμμένος αρχ. 1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.) 2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα 3. στρογγυλός, κυκλικός. επίρρ... τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ νεοελλ. (μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»… …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλος — ο σωρός από τρόχαλα, από πέτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχαλά — τροχαλός running neut nom/voc/acc pl τροχαλά̱ , τροχαλός running fem nom/voc/acc dual τροχαλά̱ , τροχαλός running fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλόν — τροχαλός running masc acc sg τροχαλός running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλαί — τροχαλός running fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖο — τροχαλός running masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖς — τροχαλός running masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖσιν — τροχαλός running masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοί — τροχαλός running masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»