-
1 τροφιά
τροφιά̱, τροφιάfem nom /voc /acc dualτροφιά̱, τροφιάfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 τροφιά
-
3 πτωχο-τροφία
πτωχο-τροφία, ἡ, Nährung der Armen, Sp.
-
4 πωγωνο-τροφία
πωγωνο-τροφία, ἡ, das Wachsenlassen des Bartes, Plut. de Is. et Osir. 3.
-
5 πωλο-τροφία
πωλο-τροφία, ἡ, das Fohlennähren, die Fohlen-, Pferdezucht (?).
-
6 παιδο-τροφία
παιδο-τροφία, ἡ, Ernährung und Erziehung der Kinder; Plat. Legg. II, 666 e Rep. V, 465 c; Xen. Oec. 7, 21 u. Folgde.
-
7 πορθενο-τροφία
πορθενο-τροφία, ἡ, Erziehung einer Jungfrau, Clem. Al.
-
8 πολυ-τροφία
πολυ-τροφία, ἡ, Fülle der Nahrungsmittel, Theophr.; auch f. L. statt πολυστροφία, w. m. s.
-
9 συν-τροφία
συν-τροφία, ἡ, die Ernährung od. Erziehung mit od. bei Einem, gemeinschaftliche Erziehung, das Zusammenaufwachsen. πρός τινα, Strab. 8, 3, 3; – übh. das Zusammenleben, Umgang, Gesellschaft, Pol. 6, 5, 10; ἰδίη, die Brut, Antp. Th. 50 (VII, 216).
-
10 σκυλακο-τροφία
σκυλακο-τροφία, ἡ, Hundezucht, Opp. Cyn. 1, 436.
-
11 σκιᾱ-τροφία
σκιᾱ-τροφία, ἡ, das Erziehen im Schatten, im Zimmer, übh. weichliche Erziehung, Lebensart, Plut. Lyc. 14 Thes. 23; Poll. 6, 185.
-
12 τεκνο-τροφία
τεκνο-τροφία, ἡ, das Ernähren od. Erziehen der Kinder, Arist. H. A. 6, 4 u. Sp., wie Plut.
-
13 φυτο-τροφία
φυτο-τροφία, ἡ, Zucht od. Pflege der Gewächse, Gärtnerei, Geopon.
-
14 κτηνο-τροφία
κτηνο-τροφία, ἡ, das Viehmästen, -halten, die Viehzucht; Plut. Poplic. 11; D. Hal. 3, 36.
-
15 κυο-τροφία
κυο-τροφία, ἡ, Ernährung der Leibesfrucht, Hippocr.
-
16 κακο-τροφία
κακο-τροφία, ἡ, schlechte Nahrung, Theophr.
-
17 γαλακτο-τροφία
γαλακτο-τροφία, ἡ, dasselbe, Philo u. Sp.
-
18 γηρο-τροφία
γηρο-τροφία, ἡ, = γηροβοσκία, Plut. Gen. Socr. 8..
-
19 κοινο-τροφία
κοινο-τροφία, ἡ, gemeinschaftliche Erziehung, Ggstz
-
20 εὐ-τροφία
См. также в других словарях:
τροφιά — τροφιά̱ , τροφιά fem nom/voc/acc dual τροφιά̱ , τροφιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφιά — ἡ, Α η σποδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή /τροφός + κατάλ. ιά (πρβλ. σποδ ιά)] … Dictionary of Greek
τροφίαν — τροφίᾱν , τροφίας brought up in the house masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροφίας brought up in the house masc acc sg τροφίᾱν , τροφίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροφίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
κυοτροφία — κυοτροφία, ἡ (Α) η θρέψη τού εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] … Dictionary of Greek
κυπρινοτροφία — η κλάδος τής ιχθυολογίας που έχει ως αντικείμενο τη διατροφή τών κυπρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] … Dictionary of Greek
Chemotroph — A black smoker in the Atlantic Ocean providing energy and nutrients Chemotrophs are organisms that obtain energy by the oxidation of electron donors in their environments. These molecules can be organic (chemoorganotrophs) or inorganic… … Wikipedia
μετριοτροφία — μετριοτροφία, ἡ (Μ) το μέτριο φαγητό, η εγκράτεια στην τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + τροφία (πρβλ. ολιγο τροφία), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μετριοτρόφος] … Dictionary of Greek
μονοτροφία — μονοτροφία, ἡ (Α) η ιδιαίτερη ανατροφή, το να ανατρέφονται τα τέκνα μόνα, όχι σε ομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία] … Dictionary of Greek
πτωχοτροφία — ἡ, ΜΑ η περίθαλψη των φτωχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ξενο τροφία] … Dictionary of Greek
σκιατροφία — σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc/acc dual σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc nom/voc/acc dual σκιατροφίας masc voc sg σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc voc sg (attic) σκιατροφίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)