-
1 παλιν-τροπία
παλιν-τροπία, ἡ, das Zurückwenden, bei Ap. Rh. 3, 1157, παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος, geht es auf das unschlüssige Hin- u. Herdenken, vgl. βάλλω.
-
2 παλαιο-τροπία
παλαιο-τροπία, ἡ, alterthümliche Sitte, Eust. 531, 40.
-
3 πολυ-τροπία
πολυ-τροπία, ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.
-
4 καινο-τροπία
καινο-τροπία, ἡ, neue Art, Fremdartigkeit, Eust.
-
5 κακο-τροπία
κακο-τροπία, ἡ, schlechter Charakter, boshafte, tückische Handlungsweise, Thuc. 3, 83 u. Sp., wie D. Cass. 54, 21.
-
6 εὐ-τροπία
εὐ-τροπία, ἡ, Gewandtheit, Beweglichkeit, Theogn. 218; ἡ περὶ τὸ ἦϑος εὐτρ. Plut. animi an corp. aff. sint pej. 2; – die gute Sinnesart, Gutartigkeit, Democr. Stob. fl. 86, 18; Philo.
-
7 δυς-τροπία
δυς-τροπία, ἡ, Hartnächigkeit, Poll. 5, 119 u. Sp.
-
8 μετα-τροπία
μετα-τροπία, ἡ, = Vorigem, φϑονεραῖς ἐκ ϑεῶν μετατροπίαις Pind. P. 10, 21.
-
9 ἀπο-τροπία
ἀπο-τροπία, ἡ, dasselbe, ϑανάτοιο Ap. Rh. 4, 1504.
-
10 ἀρχαιο-τροπία
ἀρχαιο-τροπία, ἡ, alterthümliche Sitte u. Lebensart, Plut. Phoc. 3.
-
11 ὀρθο-τροπία
ὀρθο-τροπία, ἡ, grader Charakter, Sp.
-
12 ἀ-τροπία
-
13 ἀ-μετα-τροπία
ἀ-μετα-τροπία, ἡ, Unwandelbarkeit, Schol. Ap. Rh.
-
14 ὁμο-τροπία
ὁμο-τροπία, ἡ, Gleichheit der Sitten, der Lebensart, D. Hal. 4, 28.
-
15 ὁμοιο-τροπία
ὁμοιο-τροπία, ἡ, Gleichheit der Art, der Sitte, des Characters, Strab. 1, 2, 10, öfter, u. Sp.
-
16 ἐπι-τροπία
ἐπι-τροπία, ἡ, = ἐπιτροπεία, Vormundschaft, δίκην λαχεῖν ἐπιτροπίας, eine Klage gegen den Vormund erheben, Plat. Legg. XI, 928 c; Pol. 15, 31, 4; λαβεῖν τινος D. Hal. 4, 33.
-
17 ἐν-τροπία
ἐν-τροπία, ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.
-
18 ἐν-αντιο-τροπία
ἐν-αντιο-τροπία, ἡ, entgegengesetzter Character, Arist. Quint.
-
19 ἰδιο-τροπία
ἰδιο-τροπία, ἡ, die eigenthümliche Art, Sp.
-
20 ἀμετατροπία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροπίας — τροπίᾱς , τροπίας turned masc acc pl τροπίᾱς , τροπίας turned masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπίαν — τροπίᾱν , τροπίας turned masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροπίας turned masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτροτροπία — η ο ηλεκτροτοπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + τροπια (< τροπος < τρόπος), πρβλ. ιδιο τροπία, μετα τροπία] … Dictionary of Greek
μοχθηροτροπία — μοχθηροτροπία, ἡ (Μ) μοχθηρός τρόπος, φαυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχθηρός + τροπία (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. δυσ τροπία] … Dictionary of Greek
ορθοτροπία — η (Μ ὀρθοτροπία) νεοελλ. ο ορθοτροπισμός μσν. ο ευθύς χαρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τροπία (< τροπος < τρόπος), πρβλ. κακο τροπία] … Dictionary of Greek
αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… … Dictionary of Greek
ημιτροπία — Φαινόμενο δίδυμου σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών, κατά το οποίο δύο όμοιοι κρύσταλλοι είναι έτσι ενωμένοι, ώστε ο ένας να έχει στραφεί ως προς τον άλλο κατά 180°, δηλαδή κατά μισή στροφή. Ο άξονας γύρω από τον οποίο γίνεται η περιστροφή λέγεται… … Dictionary of Greek
μορφοτροπία — η (κρυσταλλ.) φαινόμενο το οποίο αποκαλύπτει ορισμένες αναλογίες σε μια ή περισσότερες κρυσταλλικές παραμέτρους ουσιών με διαφορετική χημική σύσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphotropie (< μορφή + τροπία < τρόπος < τρέπω)] … Dictionary of Greek
νοοτροπία — η ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων («δεν μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + τροπία (< τρόπος), απόδοση τού γαλλ. mentalite] … Dictionary of Greek
παλιντροπία — παλιντροπία, ἡ (Α) 1. η περιστροφή 2. στον πληθ. αἱ παλιντροπίαι α) μεταβολές τής γνώμης β) μεταβολές τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τροπία (< τρέπω), πρβλ. μετα τροπίαι] … Dictionary of Greek
πλειοτροπία — η, Ν (θιολ.) τύπος κληρονομικότητας κατά τον οποίο ένα μόνο γονίδιο πλειοτροπικό δρα σε πολλούς ιστούς ή σε πολλά όργανα και καθορίζει ποικίλους χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleiotropy (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + τροπία… … Dictionary of Greek