-
1 παλιν-τροπία
παλιν-τροπία, ἡ, das Zurückwenden, bei Ap. Rh. 3, 1157, παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος, geht es auf das unschlüssige Hin- u. Herdenken, vgl. βάλλω.
-
2 παλιντροπία
παλιν-τροπία, ἡ, das Zurückwenden; παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος, das unschlüssige Hin- u. Herdenken
См. также в других словарях:
παλιντροπία — παλιντροπία, ἡ (Α) 1. η περιστροφή 2. στον πληθ. αἱ παλιντροπίαι α) μεταβολές τής γνώμης β) μεταβολές τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τροπία (< τρέπω), πρβλ. μετα τροπίαι] … Dictionary of Greek