-
1 θεοτέρατος
θεο-τέρᾰτος, ον,A with divine portents, πλάναι θ., of Io's wanderings, dithyrambic phrase in Demetr.Eloc.91 codd. [suff] θεο-τερπής, ές, of a dish, fit for the gods, Philox.2.9; pleasing to God,βιοτή AP9.197
(Marin.); cf. θεοταρπέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοτέρατος
См. также в других словарях:
Θησέας ή Θησεύς — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, ο σημαντικότερος μετά τον Ηρακλή. Ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα (σύμφωνα με άλλον μύθο του Ποσειδώνα), και της Αίθρας, κόρης του Πιτθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, ο οποίος τον ανέθρεψε. Σε ηλικία δεκαέξι ετών … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek