-
1 πτοητός
-
2 πτοητός
-
3 πτοητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτοητός
-
4 πολυ-πτόητος
πολυ-πτόητος, ion. u. poet. πολυπτοίητος, sehr erschrocken, schüchtern, übh. voll unruhiger Bewegung, voll Leidenschaft; Nonn. D. 10, 80 u. öfter; ϑάλασσα, Diod. 6 (VII, 624) in der poet, Form.
-
5 εὐ-πτόητος
εὐ-πτόητος, leicht einzuschüchtern, schüchtern, πρὸς ἅπαν Plut. Symp. 2, 8, neben ψοφοδεής.
-
6 εὐ-κατα-πτόητος
εὐ-κατα-πτόητος, leicht einzuschüchtern, K. S.
-
7 ἀ-πτόητος
ἀ-πτόητος, poet. ἀ-πτοίητος, unerschrocken.
-
8 ἀ-κατα-πτόητος
ἀ-κατα-πτόητος, unerschrocken, Schol. Il. 3, 63.
-
9 πτοίησις
πτοίησις, ἡ, πτοιητός, = πτόησις, πτοητός.
-
10 ευπτοητος
-
11 πολυπτοητος
-
12 ἀπτόητος
-ος,-ον A 0-0-1-0-0=1 Jer 27(50),2undaunted; *Jer 27(50),2 ἡ ἀπτόητος the fearless one corr.? ἡ πτοητός for MT חת חתת the scared one; neol. -
13 πολυπτόητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπτόητος
-
14 ἀκαταπτόητος
ἀκατα-πτόητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαταπτόητος
-
15 ἀκαταπτόητος
-
16 ἀπτόητος
-
17 εὐκαταπτόητος
-
18 εὐπτόητος,
εὐ-πτόητος, u. εὐ-πτοίητος, leicht einzuschüchtern, schüchtern -
19 εὐπτοίητος
εὐ-πτόητος, u. εὐ-πτοίητος, leicht einzuschüchtern, schüchtern -
20 πολυπτόητος
πολυ-πτόητος, sehr erschrocken, schüchtern, übh. voll unruhiger Bewegung, voll Leidenschaft
См. также в других словарях:
πτοητός — και πτοιητός, ή, όν, Α [πτοῶ / πτοιῶ] ταραγμένος, φοβισμένος … Dictionary of Greek
ευκαταπτόητος — εὐκαταπτόητος, ον (Α) αυτός που καταπτοείται, που τρομοκρατείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πτοητος (< κατα πτοώ), πρβλ. α κατα πτόητος] … Dictionary of Greek
εριπτοίητος — ἐριπτοίητος, ον (Α) αυτός που πτοείται, που φοβάται υπερβολικά, ο έντρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. πρόθημα ερι + πτοητός (< πτοώ)] … Dictionary of Greek
ευπτόητος — εὐπτόητος, ον (ΑΜ) αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)] … Dictionary of Greek
πτοιητός — ή, όν, Α βλ. πτοητός … Dictionary of Greek