Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολυπτόητος

См. также в других словарях:

  • πολυπτόητος — ον, ΜΑ ποιητ. τ. πολυπτοίητος, ον, Α 1. αυτός που πτοείται πολύ, πάρα πολύ δειλός, φοβιτσιάρης 2. (για θάλασσα) φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτοοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • πολυπτοίητον — πολυπτόητος timorous masc/fem acc sg (ionic) πολυπτόητος timorous neut nom/voc/acc sg (ionic) πολυπτοίητος timorous masc/fem acc sg πολυπτοίητος timorous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτόητον — πολυπτόητος timorous masc/fem acc sg πολυπτόητος timorous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτοίητε — πολυπτόητος timorous masc/fem voc sg (ionic) πολυπτοίητος timorous masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτοίητος — πολυπτόητος timorous masc/fem nom sg (ionic) πολυπτοίητος timorous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»