-
1 αύτο-πρἄγία
αύτο-πρἄγία, ἡ, das freie, selbständige Handeln, Plat. def. 411 e; Plut. de stoic. rep. 20; die Freiheit der Stoiker ist nach Diog. L. 7, 121 ἐξουσία αὐτοπραγίας; nach Cic. Parad. 5, 1 libertas vivendi ut velis.
-
2 καινο-πρᾱγία
καινο-πρᾱγία, ἡ, = καινοποιΐα, Sp.
-
3 κακο-πρᾱγία
κακο-πρᾱγία, ἡ, Unglück in Unternehmungen, übh. Unglück; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Thuc. 2, 60; αἱ ἐν τῷ ζῆν κ. Arist. pol. 4, 11; Sp. – Schlechtigkeit, neben πανουργία, Artemid. 4, 63.
-
4 καλο-πρᾱγία
καλο-πρᾱγία, ἡ, das Schön-, Guthandeln, Schol. Ap. Rh. 3, 68.
-
5 κοινο-πρᾱγία
κοινο-πρᾱγία, ἡ, gemeinschaftliches Unternehmen; Verschwörung, Pol. 5, 95, 2 u. öfter; Plut. Pericl. 17.
-
6 εὐ-πρᾱγία
εὐ-πρᾱγία, ἡ, 1) Glück im Handeln, guter Erfolg, übh. Glück, Pind. Ol. 8, 14 P. 7, 18; Plat. Rep. II, 379 b u. öfter, er hat nur diese Form, vgl. εὐπραξία, auch bei Thuc. die gewöhnliche Form. – 2) das gute, richtige Handeln, die Behandlung, περὶ αὐλημάτων εὐπραγίαν οἱ αὐληταὶ εὐτυχέστατοι Plat. Euthyd. 279 e, der ib. 281 b οὐ μόνον εὐτυχίαν, ἀλλὰ καὶ εὐπραγίαν ἡ ἐπιστήμη παρέχει ἐν πάσῃ κτήσει τε καὶ πράξει vbdt.
-
7 ματαιο-πρᾱγία
ματαιο-πρᾱγία, ἡ, = ματαιοπονία, Eust.
-
8 δυς-πρᾱγία
δυς-πρᾱγία, ἡ, Mißgeschick, Antipho. 2 δ 9.
-
9 μεγαλο-πρᾱγία
μεγαλο-πρᾱγία, ἡ, große That, Appian. B. C. 5, 52.
-
10 δικαιο-πρᾱγία
δικαιο-πρᾱγία, ἡ, gerechte Handlungsweise, nach Arist. Eth. 5, 5, 17 μέσον ἐστὶ τοῦ ἀδικεῖν καὶ τοῠ ἀδικεῖσϑαι.
-
11 θεο-πρᾱγία
θεο-πρᾱγία u. θεοπραξία, ἡ, göttliches Wirken, Sp.
-
12 λογο-πράγία
λογο-πράγία, ἡ, = λογοποιΐα, Sp.
-
13 οἰκειο-πρᾱγία
οἰκειο-πρᾱγία, ἡ, das Betreiben eigener Geschäfte; Plat. Rep. IV, 434 c, wo darauf folgt ἑκάστου τὸ ἑαυτοῠ πράττοντος ἐν πόλει; auch Sp.
-
14 ἀ-πρᾱγία
ἀ-πρᾱγία, ἡ, Geschäftslosigkeit, Unthätigkeit, στρατοπέδων Pol 3, 103; Plut. Fab. Max. 1; LXX.
-
15 ὀρθο-πρᾱγία
ὀρθο-πρᾱγία, ἡ, das Rechthandeln, Teles bei Stob. fl. 40, 8.
-
16 ἀξιο-πρᾱγία
ἀξιο-πρᾱγία, ἡ, würdiges Thun, Clem. Al.
-
17 ἀ-δικο-πρᾱγία
ἀ-δικο-πρᾱγία, ἡ, ungerechte Handlungsweise.
-
18 ἀλλοτριο-πρᾱγία
ἀλλοτριο-πρᾱγία, ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20.
-
19 ἰδιο-πρᾱγία
ἰδιο-πρᾱγία, ἡ, das Betreiben seiner eigenen Geschäfte, seines eigenen Vortheils, Plat. Legg. IX, 875 b; das Handeln aus eigenem Antriebe, Cl. Al.
-
20 αἰαχρο-πρᾱγέω
αἰαχρο-πρᾱγέω, = -ποιέω, Sp. Ebenso - πρἃγία, u. - πραγμοσύνη, Unzucht, Sp.
См. также в других словарях:
θεοπραγία — και θεοπραξία, ή (Μ) θεία ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πραγία ( πραγής < πράσσω < *πραγ jω), πρβλ. δικαιο πραγία, δυσ πραγία] … Dictionary of Greek
ιδιοπραγία — ἰδιοπραγία, ἡ (Α) 1. η ασχολία με προσωπικά πράγματα 2. η επιδίωξη ατομικών συμφερόντων 3. η ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πραγία (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πέ πραγ α), πρβλ. α πραγία, δυσ πραγία] … Dictionary of Greek
καινοπραγία — καινοπραγία, ἡ (Α) νεωτερισμός, έφεση για νεωτερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραγία (< πραγής < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγα), πρβλ. αδικο πραγία, βιαιο πραγία] … Dictionary of Greek
ευπραγία — η (ΑΜ εὐπραγία, Α και ιων. τύπος εὐπρηγίη) νεοελλ. η οικονομική ευεξία, η ευημερία μσν. η καλή, η ήρεμη κατάσταση αρχ. 1. (και στον πληθ.) αἱ εὐπραγίαι επιτυχία, ευτυχής έκβαση 2. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά 3. καλή πράξη, καλό έργο … Dictionary of Greek
αδικοπραγώ — (Α ἀδικοπραγῶ, έω) διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγία < θ. πέπραγ , πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα] … Dictionary of Greek
αθεσμοπραγία — ἀθεσμοπραγία, η (Μ) αθέμιτη, παράνομη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεσμος + πραγία < πράττω] … Dictionary of Greek
αλλοτριοπραγία — ἀλλοτριοπραγία, η (Α) η ανάμιξη σε ξένες υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + πραγία < πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγῶ] … Dictionary of Greek
αυτοπραγία — αὐτοπραγία, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πραγία < (θ.) πραγ , πέπραγα, παρακμ. του πράσσω ( ττω)] … Dictionary of Greek
βιαιοπραγία — Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε… … Dictionary of Greek
δικαιοπραγία — η (AM δικαιοπραγία) το να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + πραγία < πράγμα (πράσσω / πράττω) πρβλ. απραγία, δυσπραγία] … Dictionary of Greek
εννομοπραγία — ἐννομοπραγία, η (Μ) νόμιμος τρόπος ενέργειας, νόμιμη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + πραγία < θ. πραγ , πέπραγα, παρακμ. τού πράττω] … Dictionary of Greek