-
1 ΒΆΡος
ΒΆΡος, τό, dic Schwere, Last, Plat. Phaed. 117 a u. öfter; στολῆς Xen. Cyr. 3, 3, 42 u. sonst; Schiffsfracht, Pol. 1, 61; übertr. a) πλούτου Soph. Ai. 130, wo Einige βάϑος lesen; Eur. El. 1287; Fülle des Reichthums; Plut. Alex. 48; ὄλβου Eur. I. T. 416. – b) Stärke, στρατοπέδων Pol. 1, 16; συντάξεως 2, 3; öfter; ὑλαγμάτων Alciphr. 3, 18, heftiges Gebell; Macht, Einfluß, Pol. 4, 32; καὶ μέγεϑος τῆς ἀρετῆς Plut. Phoc. 3; vgl. Demetr. 2 u. öfter. – c) Last, Druck, Kummer, Aesch. Pers. 907; πημονῆς Soph. El. 927, u. öfter Tragg.; vgl. Xen. Mem. 2, 7, 1; Arist. Eth. Nic. 9, 11. Aehnl. ἐπιταγμάτων 1, 31; φόρων 1, 67. S. auch βαρύ.
-
2 κατά-πληξις
κατά-πληξις, ἡ, das Niederschlagen, in Furcht, Staunen, Verwunderung Setzen, die Niedergeschlagenheit; κατάπληξις αὐτ οῖς ἐγένετο, εἰ πέρας μηδὲν ἔσται Thuc. 7, 42; καὶ ἀπραγία τῶν στρατοπέδων Pol. 3, 103, 2; a. Sp.; aber auch καὶ καταξίωσις, Pol. 3, 90, 14.
-
3 δια-λαμβάνω
δια-λαμβάνω (s. λαμβάνω), 1) auseinander nehmen, trennen, theilen; τὸν ποταμὸν εἰς διώρυχας Her. 1, 202; ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ 3, 117; τὸν ἀριϑμὸν πάντα δίχα δ. Plat. Polit. 147 e; Phil. 23 c u. öfter; ἐνιαυτοῖς καὶ μησὶ διειλημμένα Legg. X, 886 a; αἱ πολιτεῖαι τοὺς Ἕλληνας διειλήφασι Isocr. 4, 16; öfter bei Xen., wie Cyr. 4, 1, 14; εἰς εἴδη, Arist rhet. 1, 4; dah. = eine Pause machen; ἐνταῦϑα δεῖ ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν λέγοντα Plat. Prot. 346 e; unterbrechen; χώρα χαράδραις διειλημμένη D. Sic.; ϑώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, Panzer, deren Schwere sich auf die einzelnen Theile des Körpers vertheilt hat, Xen. Mem. 3, 10, 13. Auch wie distinguere, χρώμασι, verzieren, Plat. Phaed. 110 b; vgl. λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc. patr. enc. 10. – 2) etwas Vertheiltes, seinen Antheil empfangen; κατ' ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem. 34, 37, v. l. ἐλάμβανον; vgl. Lys. 12, 7. – 3) zwischen beiden Händen, od. bes. in der Fechtersprache, rund um den Leib fassen, διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plut. Ant. 33; übh. ergreifen, festhalten, Her. 1, 114. 4, 94; Ar. Equ. 262; Eccl. 1090, wo διαλέλημμαι steht; Plat. Rep. X, 615 e; vgl. Phaed. 81 c; bes. umzingeln, einschließen, τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Pol. 5. 99, 9; φυλακαῖς τὰς ὁδούς 4, 67; 1, 75; τόπον πύργοις, Dion. Hal., wohin auch τοὺς ὅρους στήλαις, die Gränzen durch Säulen abstecken, gezogen werden kann, Dem. 18, 154. Uebertr. – 4) mit dem Geiste auffassen, τοῖς διανοήμασι, Plat. Legg. VI, 777 a; erwägen, Eur. El. 373; τί δεῖ ποιεῖν, Pol. 4, 25, 1; περί τινος, 18, 28; ὑπέρ τινος, 2. 42, 7; bestimmen, τὸν καιρόν, 15, 5, 2; ἀποστέλλειν, 30, 9 u. a. Sp., die es auch für auseinandersetzen, erklären gebrauchen, z. B. περί τινος, Greg. Cor. p. 7.
-
4 ἀ-πρᾱγία
ἀ-πρᾱγία, ἡ, Geschäftslosigkeit, Unthätigkeit, στρατοπέδων Pol 3, 103; Plut. Fab. Max. 1; LXX.
-
5 ἀντι-κάθ-ημαι
ἀντι-κάθ-ημαι, = ἀντικαϑέζομαι, Her. 9, 33. 44; ἀντικάϑωνται Xen. Hipparch. 8, 20; ἀντεκάϑητο ἐπὶ τῷ Κερδυλίῳ Thuc. 5, 6; ἀλλήλοις μετὰ στρατοπέδων Pol. 3, 49.
-
6 ἐπ-άρχω
ἐπ-άρχω, 1) der Erste über Etwas, Befehlshaber sein, bes. eines eroberten Landes, χώρας πολλῆς Xen. Cyr. 4, 6, 2; ἔϑνους 1, 1, 4, wo es »seine Herrschaft über das Volk ausdehnen« bedeutet; Isocr. 4, 68. 122; ὅσων ἐπῆρχον Plat. Critia. 116 e; Sp., wie im Epigr. bei Paus. 6, 19, 6 ἐπῆρχε δὲ Μιλτιάδης σφιν. Bes. bei den Römern, Statthalter einer Provinz sein, übh. Präfekt sein, ἐπάρχοντες τῶν στρατοπέδων Hdn. 4, 12, 1. – 2) med., Hom. νώμησαν δ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν, Il. 1, 471. 9, 176 Od. 3, 340; οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσϑω δεπάεσσιν 18, 418. 21, 263. 272; H. h. Apoll. 125 Θέμις νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν ἀϑανάτῃσιν χερσὶν ἐπήρξατο; nach Nitzsch's Erkl. zu Od. 3, 340: sie theilten Allen aus (aus den vollen Mischkrügen), das Oberste, Erste (zum Weihgusse) eingießend den Bechern; denn immer ist von dem Anfange des Trinkens, der mit feierlicher Libation gemacht wird, die Rede, nur in der Stelle aus den Hymnen ist bloß an das Vertheilen zu denken. Andere beziehen ἐπί auf das Wiederbeginnen, noch einmal die Becher rechts herumgeben, oder wie Buttmann Lexilog. I, 105 von dem zu einem jeden einzelnen Gaste hintretenden u. ihm den Becher reichenden Mundschenken; Schol. Il. 1, 471 ἐπιχέαντες τοῖς ποτηρίοις διέδωκαν πᾶσιν ἢ ἀπαρξάμενοι σπονδὴν τοῖς ϑεοῖς πᾶσιν ἐνώμησαν. – »Anfangen« auch Inscr. 2144 ἐπάρχεσϑαι τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ.
-
7 ἔσχατος
ἔσχατος, η, ον (auch 2 Endgn, Arat. Phaen. 625. 628 u. Lesart der mss. Strab. 2, 5, 14), der äußerste, letzte, entlegenste; bei Hom. nur örtlich, der z. B. die Aethiopen ἔσχατοι ἀνδρῶν nennt, die am äußersten Rande der Erde wohnten, Od. 1, 23; ähnl. von den Phäaken, 6, 205; vgl. auch Il. 10, 434; ναυτιλία, πλοῠς, Pind. N. 3, 21 P. 10, 28; γᾶς ἔσχατον τόπον Aesch. Prom. 416; ὅροι 669, vgl. Pers. 848; so auch Soph. Tr. 1090; τάξιν ἐσχάτην ἔχει Ai. 4; στήλη, am äußersten Ziele, El. 710; πρὸς τὴν ἕω ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδική Her. 3, 106; τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεος, τῶν στρατοπέδων, Thuc. 8, 95. 4, 96; ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς ἦσαν, sie wohnten an den äußersten Gränzen, 2, 96; ἕως ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῠ πεζοῠ, von einem Ende zum andern, Her. 7, 100; παρ' ἔσχατα τῆς Αχερουσιάδος λίμνης Plat. Phaed. 113 h; σάρκες Soph. Tr. 1042, das Innerste. – Oft übertr., das Aeußerste, Letzte, Höchste, τὸ ἔσχατον κορυφοῠται βασιλεῠσι P^ind. Ol. 1, 113; ἐλπίδες I. 6, 36; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον ϑράσους Soph. Ant. 846; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, die allergrößten, Phil. 65; πόνος καὶ ἀγών Plat. Phaedr. 247 d; ἀδικία, die äußerste Ungerechtigkeit, Rep. II, 361 a; τὸ πάντων μέγιστόν τε καὶ ἔσχατον πάσχειν Phaed. 83 c; ἐπ' ἔσχατον ἐλϑεῖν ἀηδίας Phaedr. 240 d; ἐπὶ τὸ ἔσχ. τοῦ ἀγῶνος ἐλϑεῖν Thuc. 4, 92; ἐς τὸ ἔσχ. τοῦ κακοὺ ἀπιγμένοι Her. 8, 52; κίνδυνος Dem. 59, 1; – τὰ ἔσχατα παϑεῖν, das Aergste, gew. den Tod erleiden, Xen. u. A., u. so vorzugsweise von schlimmen Dingen. – Der Letzte, Niedrigste, Schlechteste, ἀνδράποδον Alciphr. 3, 43. – Von der Zeit, zuletzt, ἔσχατόν σου τοὐμὸν ἅπτεται δέμας Soph. O. C. 1547; διεκαρτέρεε ἐς τὸ ἔσχατον, bis zuletzt, Her. 7, 107; Thuc. 3, 46; τὸ ἔσχατον, adverbial, zuletzt, Plat. Gorg. 473 c u. öfter. – Comp. ἐσχατώτερος, Arist. metaph. 10, 4; τὰ ἐσχατώτατα παϑών Xen. Hell. 2, 3, 49. – Adv. ἐσχάτως, äußerst, höchst, z. B. φιλοπόλεμος Xen. An. 2, 6, 1; διακεῖσϑαι, ἔχειν, sich in der elendesten Lage befinden, Pol. 1, 24, 2 u. a. Sp.
-
8 ἡγεμονία
ἡγεμονία, ἡ (von ἡγεμών abgeleitet; als v. l. findet sich öfter ἡγεμονεία, von ἡγεμονεύω, aber nirgends sicher), das Anführen, die Oberherrschaft, der Oberbefehl; ὑμεῖς οὕτω περιέχεσϑε τῆς ἡγεμονίης Her. 7, 160, öfter, bes. auch von der Königsherrschaft, 1, 7. 7, 2; τοῦ πολέμου 6, 2; ἡγεμονίας οὔσης αὐτοῦ Thuc. 4, 91; πολλὰ ἐν ἡγεμονίᾳ ὑμᾶς εὖ ἐποίησα 7, 15; εἰ στράτευμα ὀρϑῆς ἡγεμονίας τυγχάνοι Plat. Legg. I, 641 a; τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ IV, 711 c; τὰς ἡγεμονίας τῶν στρατοπέδων Euthyd. 273 c; τούτου γὰρ ἡ ἡγεμονία ἦν τῶν ὀπισϑοφυλάκων, er hatte den Oberbefehl über die Nachhut, Xen. An. 4, 7, 8; Folgde; ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας δικαστηρίων, welche die Verwaltung, Leitung eines Gerichtshofes haben, Aesch. 3, 14, der hinzusetzt οἱ δὲ τῶν ἔργων ἐπιστάται ἡγεμονίᾳ χρῶνται δικαστηρίου; vgl. Harpocr.; – οἱ τὴν ἡγεμονίαν ἔχοντες χιλίαρχοι Plut. Camill. 1. – Bes. wird dadurch der politische Vorrang eines griechischen Staates vor den übrigen bezeichnet, der bes. darin besteht, daß er im Kriege voranzieht u. die Kriegsangelegenheiten leitet, ein Begriff, der mit den Perserkriegen sich ausbildete, Thuc. u. Oratt.; ἀμφισβητήσαντες ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας Pol. 1, 2, 3. – Plut. braucht es neben ἀρχή für imperium u. nennt z. B. das Consulat τὴν μεγίστην ἡγεμονίαν καὶ ἀρχήν, Mar. 36. – Uebertr., τῆς τέχνης ἡγεμονία τίς ἐστιν αὐτῆς – τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι, das ist die Hauptsache ihrer Kunst, Diphil. Ath. VI, 132 d. – Plut. Camill. 23 braucht es auch für eine Abtheilung des Heeres.
См. также в других словарях:
στρατοπέδων — στρατόπεδον camp neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεραιότητα — Η ολότητα, η πληρότητα· επίσης, μεταφορικά, η εντιμότητα του χαρακτήρα. (Νομ.) Η σωματική α. του ατόμου προστατεύεται από τον αστικό και ποινικό νόμο. Περιέχεται στο δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας και σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της… … Dictionary of Greek
θητικός — θητικός, ή, όν (Α) [θης] 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόν α) οι θήτες*, η τάξη τών θητών β) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτες γ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων 3. όμοιος με θήτα, δουλικός … Dictionary of Greek
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek
παρεμβάλλω — ΝΑ [εμβάλλω] 1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο») 2. μέσ. παρεμβάλλομαι αναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνω αρχ. 1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε… … Dictionary of Greek
προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… … Dictionary of Greek
συσκότιση — η, Ν 1. το να γίνεται κάτι εντελώς σκοτεινό 2. μτφ. δημιουργία σύγχυσης, μπέρδεμα 3. στρ. απαγόρευση της χρήσης φωτισμού κατά τη νύχτα, η οποία επιβάλλεται για να εμποδίσει τον εντοπισμό κατοικημένων περιοχών ή στρατοπέδων από την εχθρική… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βάκας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από την Άμφισσα. Είχε την επιμελητεία διαφόρων στρατοπέδων στη διάρκεια του Αγώνα. 2. Παναγιώτης. Καταγόταν από χωριό της Σπάρτης. Πήρε μέρος στις μάχες εναντίον του εκστρατευτικού σώματος… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek