-
1 παρ-αιτητός
παρ-αιτητός, zu erbitten, zu besänftigen, ϑεοί, Plat. Legg. X, 905 d, öfter, u. Sp.; – zu verbitten, abzulehnen, Plut. de aud. poet. 5 (p. 86).
-
2 εὐ-παρ-αίτητος
εὐ-παρ-αίτητος, leicht zu erbitten, zu versöhnen; Plut. Phoc. 29; καὶ πρᾷος τοῖς ἁμαρτάνουσι Dio 47.
-
3 δυς-παρ-αίτητος
δυς-παρ-αίτητος, schwer zu erbitten, zu beschwichtigen; φρένες Aesch. Prom. 34; όργή Pol. 31, 7, 13; von Personen, Plut. Cat. min. 1.
-
4 ἀ-παρ-αίτητος
ἀ-παρ-αίτητος, 1) unerbittlich, ϑεοί Plat. Legg. X, 907 b; δαίμων Lys. 2, 75; δικασταί Lycurg. 2; Δίκη Dem. 25, 11; öfter bei Sp., bes. Pol. u. D. Hal., εἴς τινα 8, 25; τὸ ἀπ. πρός τινα, die unerbittliche Strenge gegen Jem., Plut. Popl. 3. – 2) was man sich nicht verbitten kann, unvermeidlich, τιμωρίαι Din. 1, 23; Pol. 1, 78; ζημίαι Dion. Hal.; ἁμαρτήματα, nicht abzubitten, nicht wieder gut zu machen, Pol. 30, 4; μηδὲν ἀπ. βουλεύεσϑαι περί τινος 4, 24, wie das gew. ἀνήκεστον. – Adv. ἀπαραιτήτως, Thuc. 3, 84; ἔχειν πρός τινα, unerbittlich streng sein, Pol. 22, 14; καὶ πικρῶς πρός τι D. Hal. 9, 23.
-
5 παραιτητός
παρ-αιτητός, zu erbitten, zu besänftigen; zu verbitten, abzulehnen -
6 ἀπαραίτητος
ἀ-παρ-αίτητος, (1)unerbittlich. (2) was man sich nicht verbitten kann, unvermeidlich -
7 δυςπαραίτητος
δυς-παρ-αίτητος, schwer zu erbitten, zu beschwichtigen -
8 εὐπαραίτητος
εὐ-παρ-αίτητος, leicht zu erbitten, zu versöhnen
См. также в других словарях:
ευπαραίτητος — εὐπαραίτητος, ον (Α) 1. ευδιάλλακτος, ευεξιλέωτος 2. αυτός που διατίθεται εύκολα 3. αυτός που παρέχει βάσιμη δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ αιτητός (< παρ αιτούμαι)] … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek