-
1 πρωτο-πάθεια
πρωτο-πάθεια, ἡ, das Zuerstleiden, das erste Empfinden, Galen.
-
2 προ-πάθεια
προ-πάθεια, ἡ, Vorleiden, Vorempfindung eines Leidens, Voranzeige einer Krankheit, Plut. Symp. 4, 2 u. a. Sp.
-
3 προς-πάθεια
προς-πάθεια, ἡ, Leidenschaft für eine Person oder Sache, leidenschaftliche Zuneigung zu Etwas, πρός τινα oder πρός τι, Sp., neben πρόςκλισις S. Emp. pyrrh. 1, 230. – Bei den Akademikern der dem Wahrscheinlichen ertheilte Beifall.
-
4 πρᾱϋ-πάθεια
πρᾱϋ-πάθεια, ἡ, Sanftmuth, Phil. u. a. Sp.
-
5 περι-πάθεια
περι-πάθεια, ἡ, Leidenschaftlichkeit, Sp.
-
6 πολυ-πάθεια
πολυ-πάθεια, ἡ, vieles od. vielfaches Leiden, vielfach verschiedene Art, wie Einer durch äußere Eindrücke berührt, bewegt wird, Plut. de superst. 6 u. a. Sp., im Ggstz von ἀπάϑεια.
-
7 συμ-πάθεια
συμ-πάθεια, ἡ, gleiche Empfindung, Stimmung od. Leidenschaft, Mitempfindung, Mitleiden, Pol. 22, 11, 12 u. Sp., wie Plut.; bei den Stoikern Geneigtheit beizustimmen, S. Emp. pyrrh. 1, 230.
-
8 τλη-πάθεια
τλη-πάθεια, ἡ, das Leid, Unglück, u. das Ertragen desselben, Duldsamkeit, Hierocl. u. Sp.
-
9 ταὐτο-πάθεια
ταὐτο-πάθεια, ἡ, gleiches Leiden, gleiches Schicksal, Sp.
-
10 κενο-πάθεια
κενο-πάθεια, ἡ, leerer, bloß leidender Zustand, in dem man nichtige, trügliche Empfindungen hat, Democrit. bei Sext. Emp. adv. log. 2, 184.
-
11 κακο-πάθεια
-
12 καθ-ηδυ-πάθεια
καθ-ηδυ-πάθεια, ἡ, Schwelgerei, Hesych.
-
13 κοινο-πάθεια
κοινο-πάθεια, ἡ, gemeinschaftliches Leiden, Eust.
-
14 εὐ-πάθεια
εὐ-πάθεια, ἡ, ion. εὐπαϑίη, Her. 8, 99, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, Sinnengenuß, χορεύειν καὶ ἐν εὐπαϑίῃσιν εἶναι, 1, 22. 191. 8, 99; εὐπαϑείας παντοδαπὰς ἐπιτηδεύουσιν 1, 135; vgl. Xen. Ages. 9, 3, der auch οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐπάϑειαν νομίζειν sagt, ibd. 11, 9; ὡς σημείῳ τῆς εὐπαϑείας χαίρουσι τῇ τιμῇ Arist. Eth. 8, 9; Plat. Rep. III, 404 d ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εὐπαϑείας; X, 615 a. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für ἡδονή im guten Sinne, D. L. 7, 115; Plut. – Allgemein, leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke, τὴν γῆν προδιαλύομεν καὶ μαλάττομεν, ἵνα κοπεῖσα μεταβάλλῃ δι' εὐπάϑειαν Plut. Symp. 2, 6, 3.
-
15 δυς-πάθεια
δυς-πάθεια, ἡ, 1) das Schwerleiden, Plut. Consol. ad Apoll. p. 344. – 2) Unempfindlichkeit, Festigkeit gegen das Leid, Sp.; übh. = Festigkeit, z. B. eines Brustharnisches, Plut. Demetr. 21.
-
16 δυη-πάθεια
δυη-πάθεια, ἡ, das Elendleben, Elend, E. M.
-
17 μετριο-πάθεια
μετριο-πάθεια, ἡ, Mäßigung in Leidenschaften, Plut. adv. Col. 22 S. Emp. pyrrh. 1, 25.
-
18 μεγαλο-πάθεια
μεγαλο-πάθεια, ἡ, große Geduld, Langmuth, Plut. S. N. V. 5.
-
19 δεινο-πάθεια
δεινο-πάθεια, ἡ, schweres Leid, laute Klage darüber, VLL.
-
20 μονο-πάθεια
μονο-πάθεια, ἡ, das Alleinleiden, das Leiden eines einzelnen Theiles allein, τῶν ὀφϑαλμῶν, sp. Medic.
См. также в других словарях:
θεοπάθεια — θεοπάθεια, ἡ (AM) το να πάσχει, να υποφέρει ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. ευ πάθεια, συμ πάθεια] … Dictionary of Greek
θρησκοπάθεια — η η θρησκομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + πάθεια (< παθής < θ. παθ πρβλ. έ παθ ον τού πάσχω*), πρβλ. α πάθεια, ευ πάθεια] … Dictionary of Greek
κενοπάθεια — κενοπάθεια, ἡ (Α) η ψευδής αίσθηση, το απατηλό, ψεύτικο αίσθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πάθεια (< παθής < πάσχω), πρβλ. κακο πάθεια, μετριο πάθεια] … Dictionary of Greek
νεκροπάθεια — η (Α νεκροπάθεια ή νεκροπαθεία) νεοελλ. παθολογική διάθεση στην οποία παρατηρείται διαδοχική νέκρωση όλων ή τών περισσότερων οστών τού σώματος αρχ. η νέκρωση τών παθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. μεγαλο πάθεια … Dictionary of Greek
φοβοπάθεια — η, Ν (ιατρ. ψυχ.) φοβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόβος + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. καρδιο πάθεια, νεφρο πάθεια] … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδοπάθεια — η Ιατρ. μη φλεγμονώδης, εκφυλιστική νόσος τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, υπό τη στενότερη έννοια, χρησιμοποιείται συχνά ως όρος που περιλαμβάνει κάθε πάθηση τού αμφιβληστροειδούς, χωρίς διάκριση από την αμφιβληστροειδίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μονοπάθεια — μονοπάθεια, ἡ (Α) ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. δισκο πάθεια] … Dictionary of Greek
οδοντοπάθεια — η νόσος ή φθορά τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. καρδιο πάθεια] … Dictionary of Greek
ορεσιπάθεια — η ιατρ. ειδική αδιαθεσία που γίνεται αισθητή κατά την ανάβαση σε όρη, οφείλεται στην ένδεια τού αέρα σε οξυγόνο και εκδηλώνεται με σημεία ανοξίας, όπως είναι ο ίλιγγος, η τάση λιποθυμίας, οι οπτικές και ακουστικές διαταραχές και η δυσανάλογη… … Dictionary of Greek
προπάθεια — ἡ, ΜΑ το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης τής ψυχής αρχ. 1. προαίσθηση για κάτι 2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. συμ πάθεια] … Dictionary of Greek