-
1 προ-πάθεια
προ-πάθεια, ἡ, Vorleiden, Vorempfindung eines Leidens, Voranzeige einer Krankheit, Plut. Symp. 4, 2 u. a. Sp.
-
2 προπάθεια
προ-πάθεια, ἡ, Vorleiden, Vorempfindung eines Leidens, Voranzeige einer Krankheit
См. также в других словарях:
προπάθεια — ἡ, ΜΑ το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης τής ψυχής αρχ. 1. προαίσθηση για κάτι 2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. συμ πάθεια] … Dictionary of Greek