-
1 προ-κοίλιος
προ-κοίλιος, mit vorstehendem oder hangendem Bauche, Sp.
-
2 πολυ-κοίλιος
πολυ-κοίλιος, mit vielen Höhlungen, Mägen, Arist. part. an. 3, 15.
-
3 στενο-κοίλιος
στενο-κοίλιος, engbäuchig, Medic.
-
4 σκληρο-κοίλιος
σκληρο-κοίλιος, hartleibig, mit hartem Unterleibe, Diosc.
-
5 ψυχρο-κοίλιος
ψυχρο-κοίλιος, einen kalten Magen habend, Procl. Paraphr.
-
6 εὐρυ-κοίλιος
εὐρυ-κοίλιος, weitbäuchig, Hippocr.
-
7 εὐ-κοίλιος
εὐ-κοίλιος, gut für den Unterleib, offenen Leib machend, Medic.; Plut.; εὐκοιλιώτερον τὸ λευκόν Ath. IX, 371 b.
-
8 δυς-κοίλιος
δυς-κοίλιος, einen harten Leib machend, unverdaulich, doch von δύςπεπτος verschieden, Ggstz εὐκοίλιος, Plut. de san. tuend. 408 ff.
-
9 μικρο-κοίλιος
μικρο-κοίλιος, mit kleinem Bauch, Arist. part. an. 3, 4.
-
10 μεγαλο-κοίλιος
μεγαλο-κοίλιος, mit großer Höhlung, großem Bauche; Arist. p. an. 4, 4; Schol. Luc. Bacch. 2.
-
11 μονο-κοίλιος
μονο-κοίλιος, mit einer Bauchhöhle, Arist. H. A. 1, 17 Gen. an. 3, 15.
-
12 θερμο-κοίλιος
θερμο-κοίλιος, von hitzigem Magen, Hippocr.
-
13 ἀ-κοίλιος
-
14 ὁμο-κοίλιος
ὁμο-κοίλιος, = ὁμογάστριος, Sp.
-
15 ἐγ-κοίλιος
ἐγ-κοίλιος, im Bauche, τὰ ἐγκοίλια, die Eingeweide, Därme, ἐνιδρυμένα ταῖς πλευραῖς σπλάγχνα Poll. 2, 181; D. Sic. 1, 35. 91. – Beim Schiffe = die Rippen im Schiffsbauche, Theophr., Ath. V, 206 f.
-
16 ὑγρο-κοίλιος
ὑγρο-κοίλιος, mit flüssigem, weichem Unterleibe; Arist. H. A. 9, 50; Medic.
-
17 ἀκοίλιος
ἀ-κοίλιος, ohne Höhlungen, ohne Bauch -
18 δυςκοίλιος
δυς-κοίλιος, einen harten Leib machend, unverdaulich -
19 ἐγκοίλιος
ἐγ-κοίλιος, im Bauche, τὰ ἐγκοίλια, die Eingeweide, Därme. Beim Schiffe = die Rippen im Schiffsbauche -
20 εὐκοίλιος
εὐ-κοίλιος, gut für den Unterleib, offenen Leib machend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κοίλιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιλίου — Κοίλιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιλίων — Κοίλιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιλίῳ — Κοίλιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυκοίλιος — εὐρυκοίλιος, ον (Α) 1. (για τη δεξιά κοιλία τής καρδιάς) πολύ κοίλη 2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευ κοίλιος, στενο κοίλιος] … Dictionary of Greek
θερμοκοίλιος — θερμοκοίλιος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ κοίλιος, μονο κοίλιος)] … Dictionary of Greek
υγροκοίλιος — ον, Α αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο κοίλιος, μεγαλο κοίλιος] … Dictionary of Greek
ευκοίλιος — α, ο (ΑΜ εὐκοίλιος, ον) αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος… … Dictionary of Greek
μακροκοίλιος — μακροκοίλιος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κοιλία (πρβλ. νευρο κοίλιος, σκληρο κοίλιος)] … Dictionary of Greek
μεγαλοκοίλιος — μεγαλοκοίλιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες τής καρδιάς 2. αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κοιλία (πρβλ. νευρο κοίλιος, σκληρο κοίλιος)] … Dictionary of Greek
μικροκοίλιος — μικροκοίλιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μικρή κοιλιά 2. αυτός που έχει μικρή εσωτερική διώρυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)* + κοιλία (πρβλ. μεγαλο κοίλιος, νευρο κοίλιος)] … Dictionary of Greek