Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

θερμο-κοίλιος

См. также в других словарях:

  • υγροκοίλιος — ον, Α αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο κοίλιος, μεγαλο κοίλιος] …   Dictionary of Greek

  • ψυχροκοίλιος — ον, Α αυτός που έχει κοιλιά ευαίσθητη στο κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο κοίλιος] …   Dictionary of Greek

  • θερμοκοίλιος — θερμοκοίλιος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ κοίλιος, μονο κοίλιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»