-
1 θερμο-κοίλιος
θερμο-κοίλιος, von hitzigem Magen, Hippocr.
-
2 θερμοκοίλιος
См. также в других словарях:
υγροκοίλιος — ον, Α αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο κοίλιος, μεγαλο κοίλιος] … Dictionary of Greek
ψυχροκοίλιος — ον, Α αυτός που έχει κοιλιά ευαίσθητη στο κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο κοίλιος] … Dictionary of Greek
θερμοκοίλιος — θερμοκοίλιος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ κοίλιος, μονο κοίλιος)] … Dictionary of Greek