-
1 προ-ευ-θετίζω
προ-ευ-θετίζω, vorher ordnen, Apoll. Dysc. de syntax. p. 303.
-
2 συν-θετίζω
συν-θετίζω, zusammensetzen, Ios.
-
3 εὖ-θετίζω
εὖ-θετίζω, gut setzen, in Ordnung bringen; Hes. Th. 541; τὰ ὀστέα τὰ κατεαγότα Hippocr.; τὰ κατὰ τὴν ναῦν Luc. Navig. 13; auch τὰς κόμας, adv. indoct. 29 u. öfter. – Auch im med.
-
4 δι-ευ-θετίζω
δι-ευ-θετίζω, = διευϑετέω, Sp., wie Eust.
-
5 ευθετιζω
-
6 προευθετίζω
A accommodate,εἰς λόγον A.D.Synt.309.7
([voice] Pass.): c. inf., προηυθέτισται τὰ ἐγκλιτικὰ μόρια ἐπὶ τέλους ἔχειν τὴν ὀξεῖαν ib.134.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προευθετίζω
-
7 εὖθετίζω
εὖ-θετίζω, gut setzen, in Ordnung bringen -
8 προευθετίζω
-
9 συνθετίζω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский