-
1 πολυ-ηλάκατος
πολυ-ηλάκατος, reich an Rohr, ποταμός, Aesch, bei Schol. Il. 16, 183.
-
2 φιλ-ηλάκατος
φιλ-ηλάκατος, die Spindel liebend, καλαϑίσκος Antp. Sid. 26 (VI, 160).
-
3 χρῡσ-ηλάκατος
χρῡσ-ηλάκατος, mit goldener Spindel, goldenem Pfeile; Beiwort der Artemis, bei Hom. oft, wie Soph. Tr. 634; der Leto, der Amphitrite u. der Nereiden, bei Pind. N. 6, 37 Ol. 6, 104 N. 5, 36, vgl. Böckh expl. Pind. Ol. 6 extr.; ὑδρία Plut. Demetr. 53.
-
4 εὐ-ηλάκατος
εὐ-ηλάκατος, mit schöner Spindel, Theocr. 28, 22; nach Hesych. auch mit schönem Pfeil, d. i. ein guter Schütze.
-
5 δυς-ηλάκατος
δυς-ηλάκατος, Μοῖρα, Unglüch spinnend, Nonn. D. 1, 367.
-
6 ἀν-ηλάκατος
ἀν-ηλάκατος, ohne Spindel, des Spinnens unkundig, Matron. bei Ath. IV, 138 a.
-
7 ευηλακατος
-
8 πολυηλακατος
-
9 φιληλακατος
-
10 χρυσηλακατος
-
11 δυσηλάκατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσηλάκατος
-
12 πολυηλάκατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυηλάκατος
-
13 φιληλάκατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιληλάκατος
-
14 χρυσηλάκατος
A with distaff of gold, not (as Sch.) with arrow of gold, epith. of Artemis in Il.20.70, al., cf. B. 10.38, S.Tr. 637 (lyr.); of Amphitrite, the Nereids, and Leto, Pi.O.6.104, N.5.36, 6.36; of the Χάριτες, B.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσηλάκατος
-
15 χρῦςηλάκατος
χρῦς - ηλάκατος ( ἠλακατή): with golden arrow, Artemis, Od. 4.122.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χρῦςηλάκατος
-
16 ἀνηλάκατος
ἀν-ηλάκατος, ohne Spindel, des Spinnens unkundig -
17 δυςηλάκατος
δυς-ηλάκατος, Μοῖρα, Unglück spinnend -
18 εὐηλάκατος
εὐ-ηλάκατος, mit schöner Spindel; mit schönem Pfeil, d. i. ein guter Schütze -
19 πολυηλάκατος
-
20 φιληλάκατος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιληλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την ηλακάτη, την ρόκα («καὶ πήνας καὶ τόνδε φιληλάκατον καλαθίσκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. χρυσ ηλάκατος] … Dictionary of Greek
χρυσηλάκατος — και δωρ. τ. χρυσαλάκατος, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσή ηλακάτη («χρυσηλάκατος κελαδεινὴ Ἄρτεμις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. φιλ ηλάκατος] … Dictionary of Greek
πολυηλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για ποτάμι) αυτός που έχει πολλά καλάμια, κατάφυτος με καλάμια, καλαμώδης («πολυηλάκατοι ποταμοί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἠλακάτη «ρόκα» (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] … Dictionary of Greek
στρεψηλάκατος — ον, Α (ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔ στρεψ α τού στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] … Dictionary of Greek