-
1 ανεπιχειρητος
-
2 δυσεπιχειρητος
-
3 ευεπιχειρητος
21) легко предпринимаемый, нетрудный(πρόβλημα Arst.)
2) деятельный, предприимчивый(νεανίσκος Diog.L.)
1 ανεπιχειρητος
2 δυσεπιχειρητος
3 ευεπιχειρητος
(πρόβλημα Arst.)
(νεανίσκος Diog.L.)