-
1 ευεπιχειρητος
21) легко предпринимаемый, нетрудный(πρόβλημα Arst.)
2) деятельный, предприимчивый(νεανίσκος Diog.L.)
См. также в других словарях:
ευεπιχείρητος — εὐεπιχείρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῡ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.) 2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.) 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
εὐεπιχείρητος — easy to be attacked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχειρητότερον — εὐεπιχείρητος easy to be attacked adverbial comp εὐεπιχείρητος easy to be attacked masc acc comp sg εὐεπιχείρητος easy to be attacked neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχειρήτως — εὐεπιχείρητος easy to be attacked adverbial εὐεπιχείρητος easy to be attacked masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχείρητον — εὐεπιχείρητος easy to be attacked masc/fem acc sg εὐεπιχείρητος easy to be attacked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχειρητότερα — εὐεπιχείρητος easy to be attacked neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχειρητότεροι — εὐεπιχείρητος easy to be attacked masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχειρήτου — εὐεπιχείρητος easy to be attacked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχειρήτους — εὐεπιχείρητος easy to be attacked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχείρητα — εὐεπιχείρητος easy to be attacked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιχείρητοι — εὐεπιχείρητος easy to be attacked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)