-
1 προς-αφής
-
2 συν-αφής
συν-αφής, ές, verbunden, zusammenhangend, D. Hal. rhet. 7, 1.
-
3 εὐ-αφής
εὐ-αφής, ές, weich, zart zu berühren, anzufassen, weich, Theophr. u. Sp.; ἱμάτια Schol. Ar. Av. 156; übertr., εὐαφὴς καὶ εὐάγωγος ἔστω ἡ ἐπὶ τὴν διήγησιν μετάβασις Luc. de hist. conscr. 55, leichter, gefälliger Uebergang; νοῠς, leicht empfänglich für Eindrücke, Plut. de gen. Socrat. 20. – Adv. εὐαφῶς, faßlich, δεικνύναι M. Ant. 11, 18; ὑποβάλλειν τοὺς δακτύλους, sanft, Luc. Harm. 1.
-
4 ἀν-αφής
ἀν-αφής, ές (ἁφή), 1) unberührbar, Plat. Phaedr 247 c; καὶ ἄσαρκοι Luc. V. H. 2, 12. – 2) der Berührung ausweichend, nachgiebig, Plut. Symp. 8, 3, 2, neben ἐπιεικής; ib. 3 neben ἀπαϑής.
-
5 χωρίς
χωρίς, 1) advb., gesondert, getrennt, besonders, einzeln; Hom. χωρὶς δ' αὖϑ' Ἑλένῃ πόρε δῶρα, Od. 4, 130, u. öfter; χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖϑ' ἕρσαι 9, 221; χωρὶς ἡ τιμὴ ϑεῶν Aesch. Ag. 623; Soph. O. C. 812; κεῖται χωρὶς ὁ νεκρός Her. 4, 62; χωρὶς ἤ, außer, χωρὶς ἢ ὁκόσοι, ausgenommen so viel wie, 2, 77; χωρὶς ἢ ὅτι, ausgenommen daß, 1, 94. 130. 164. 4, 61. 82; Plat. oft, χωρὶς ἀφελόντες ἀπὸ τῶν ἄλλων Polit. 258 c; χωρὶς διαιρεῖν, διαλαβεῖν u. ä.; über χωρὶς εἰ, χωρὶς εἰ μή u. χωρὶς πλήν vgl. Lob. zu Phryn. p. 459; χωρὶς οἰκεῖν, abgesondert wohnen, seine eigne Wirthschaft haben, Dem. 47, 35 u. öfter; Ggstz von κοινῇ Isocr. 12, 160. – Uebtr., verschiedenartig, von verschiedener Beschaffenheit, Simonds. mul. 1; vgl. Schäf. Theogn. 91; χωρὶς γενόμενοι, in verschiedene Schaaren getheilt, Xen. Cyr. 4, 1,18; – anders, von anderer Art, Soph. O. R. 208; – außerdem, Plat. Legg. XII, 950 c. – 2) praepos. c. genit., getrennt wovon, ohne; χωρὶς ἀϑανάτων Pind. Ol. 9, 44; Aesch. Ag. 900; μή μ' ἀφῇς ἐρῆμον οὕτω χωρὶς ἀνϑρώπων στίβου Soph. Phil. 485, u. oft; χωρὶς εἶναι ἀλλήλων, im Ggstz von ὁμοῦ εἶναι, Xen. Cyr. 6, 1,7; χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν, fern von meinen Augen, Eur. Or. 272; abgesehen wovon, außer, Her. 1, 93. 106. 6, 58; χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί Aesch. Prom. 290; – verschieden wovon, anders als, χωρὶς δήπου σοφία ἐστὶν ἀνδρείας Plat. Lach. 195 a, u. öfter, wie Sp.
-
6 μη-δέ
μη-δέ (vgl. οὐδέ), eigtl. aber nicht, wenn an einen positiven Satz ein negativer angereiht wird, νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεϑα μηδὲ βοητὺς ἔστω, Od. 1, 369, öfter; auch μηδέ τε, Il. 22, 185. Ueber die Schreibung μὴ δὲ vgl. Schäfer in Bast ep. crit. app. p. 29. – Gewöhnl. = u ndnicht, auchnicht, nichteinmal (vgl. οὐδέ u. μή); von καὶ μή, und zwar nicht, unterschieden, Od. 4, 710 Il. 21, 375 u. öfter; mit nachdrücklicher Wiederholung, μηδ' ὅντινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι, μηδ' ὃς φύγοι, nicht einmal wen die Mutter im Leibe trägt, auch der nicht entrinne, 6, 56; auch wo es doppelt steht, unterscheidet es sich von μήτε – μήτε, indem das zweite Satzglied als etwas Neues hinzutritt und nicht schon durch das erste verlangt ist, die wechselseitige Beziehung der beiden Satztheile also nicht hervorgehoben ist, μηδέ τις ἱπποσύνῃ τε καὶ ἠνορέηφι πεποιϑὼς οἶος πρόσϑ' ἄλλων μεμάτω Τρώεσσι μάχεσϑαι μηδ' ἀναχωρείτω, es soll auch keiner allein kämpfen, – und auch nicht zurückgehen, 4, 303 ff., vgl. 21, 338. 24, 152; καὶ μηδὲ σαυτῆς ἐκμαϑεῖν ζήτει πόνους, auch nicht, Aesch. Prom. 778, öfter, wie bei den andern Tragg., bei Ar. u. in Prosa, beim Verbot, wie μή c. imper. praes. oder conj. aor., σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' ἄγαν λαβροστόμει, Aesch. Prom. 327, μηδέ μοι φϑονήσῃς, 585, αὔϑ' ἕκαστ' ἔκφραζε, μηδέ μοι δι πλᾶς ὁδοὺς προςβάλῃς, 952; πέμψον τινὰ στελοῦντα μηδὲ τοῦτ' ἀφῇς, Soph. O. R. 860; c. conj. praes., μηδ' ἔτι Νείλου προχοὰς σέβωμεν, Aesch. Suppl. 1003, u. imper. aor., καὶ νῦν ἔασον μηδέ σοι μελησάτω, Prom. 332, vgl. Suppl. 663. – Μηδ' ὁτιοῦν, auch nicht irgend Etwas, Plat. Polit. 300 o; μηδὲ τὸ παράπαν, gar nicht, ganz und gar nicht, Prot. 334 a; μηδὲ ἀρχήν, überhaupt nicht, Gorg. 478 c; μηδὲ εἷς, μηδὲ ἕτερος, nachdrücklicher als μηδείς, μηδέτερος, auch nicht Einer, wo μηδέ nie durch Elision sein ε verliert und durch Präpositionen und andere Partikeln vom εἷς getrennt werden kann; so καὶ μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἄλλου, Conv. 222 d, μηδ' ὑπὸ μιᾶς ἄρχεσϑαι τῶν ἡδονῶν, Alc. I, 122 a, ὁπότε μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἀπόλλυται κακοῦ, Rep. X, 610 e. – Wenn es zu Sätzen tritt, die mit μήτε – μήτε verbunden sind, so hebt es wie unser auch nicht, nicht einmal, das Folgende nachdrücklicher hervor, als dies bei einer Gleichstellung mit μήτε der Fall sein könnte, οἷς μήτε παιδεία ἐστί, μήτε νόμοι, μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία, ja nicht einmal ein Bedürfniß, Plat. Prot. 327 d, vgl. Men. 96 c. – So sind auch die Fälle zu beurtheilen, wo nur einmal μήτε steht und es diesem zu entsprechen, also geradezu für μήτε zu stehen scheint, μή νυν, ὅτι φϑονεραὶ ϑνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούςδ' ὔμνους, wo wir es noch auch übersetzen, Pind. I. 2, 43 ff.; etwas anders Soph. Phil. 760, ἐφίεμαι ἑκόντα μήτ' ἄκοντα μηδέ τῳ τέχνῃ μεϑεῖναι, wo vor ἑκόντα ein zweites μήτε zu ergänzen ist.
-
7 ἀναφής
-
8 εὐαφής
εὐ-αφής, ές, weich, zart zu berühren, anzufassen, weich; übertr., εὐαφὴς καὶ εὐάγωγος ἔστω ἡ ἐπὶ τὴν διήγησιν μετάβασις, leichter, gefälliger Übergang; νοῠς, leicht empfänglich für Eindrücke. Adv. εὐαφῶς, faßlich; ὑποβάλλειν τοὺς δακτύλους, sanft -
9 προςαφής
προς-αφής, ές, daranrührend, daranstoßend, angrenzend -
10 συναφής
συν-αφής, ές, verbunden, zusammenhängend
См. также в других словарях:
αφής — και απής (AM ἀφ ἧς, Μ και ἀφῆν και ἀπῆν) αφότου, από τότε που νεοελλ. 1. όταν 2. αφού, επειδή … Dictionary of Greek
ἀφῇς — ἀφίημι send forth aor subj act 2nd sg ἀφίημι send forth aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁφῆς — ἁφάω to handle pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁφή lighting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφῆις — ἀφῇς , ἀφίημι send forth aor subj act 2nd sg ἀφῇς , ἀφίημι send forth aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρατρο — Τύπος θερμιονικής λυχνίας με αέριο. Προέρχεται από τη λέξη θύρα, επειδή η ροή του ρεύματος εντός της λυχνίας ανοίγει όταν το δυναμικό της σχάρας ελέγχου λάβει μια ορισμένη τιμή (κρίσιμο δυναμικό). O πιο συνηθισμένος τύπος είναι εκείνος με τρία… … Dictionary of Greek
ευαφής — εὐαφής, ές (ΑΜ) 1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.) 2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα 3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῡς»,… … Dictionary of Greek
προσαφής — ές, Α αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αφής (ἀφή), πρβλ. συν αφής] … Dictionary of Greek
συναφής — ές, ΝΜΑ αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι νεοελλ. 1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις») 2.… … Dictionary of Greek
ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα … Dictionary of Greek
Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το … Dictionary of Greek
Μπρακ, Ζορζ — (Georges Braque, Αρζαντέιγ 1882 – Παρίσι 1963). Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Έζησε τα νεανικά του χρόνια στη Χάβρη, όπου ο πατέρας του, ερασιτέχνης… … Dictionary of Greek