-
1 ευαμερία
εὐᾱμερίᾱ, εὐημερίαfine weather: fem nom /voc /acc dual (doric)εὐᾱμερίᾱ, εὐημερίαfine weather: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 εὐαμερία
εὐᾱμερίᾱ, εὐημερίαfine weather: fem nom /voc /acc dual (doric)εὐᾱμερίᾱ, εὐημερίαfine weather: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 εὐαμερία
1 good weather met., prosperity νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (sc. αὐτόν) I. 1.40 -
4 εὐαμερία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαμερία
-
5 ευημερια
дор. εὐᾱμερία ἥ1) погожий день, ясная погодаεὐημερίας οὔσης Xen. или γενομένης Arst. — при хорошей погоде
2) счастливое время, благоденствие, процветание Pind., Eur., Plut.εὐ. ἐν τῷ ζῆν Arst. — жизнерадостность
3) цветущее состояние(τοῦ σώματος Arst.)
4) счастье, успех, удача(τέν εὐημερίαν διδόναι τινί Polyb.)
-
6 εὐδία
1 good weather, met., tranquillity pl., days of calmὁ νικῶν δὲ ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98
Κάστορος, εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.38
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεἰ θάλλει μαλακαῖς ε[ὐ]δίαι[ς Pae. 2.52
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. -
7 εὐημερία
II prosperity, health and wealth, E.El. 197 (lyr.); ἡ ἐκτὸς εὐ. Arist.EN 1178b33; happiness, Pherecr.213; joy of living, ἐνούσης τινὸς εὐ. ἐν [τῷ ζῆν] Arist.Pol. 1278b29; personified, Εὐ. Alex.161, Schwyzer 462 A6 (Tanagra, iii B.C.); - ίας ἡμέραν ἐπιτελεῖν to keep a day of rejoicing, Alciphr.1.21; good living, Phld.Acad.Ind.p.59 M., al.: pl., ἁδραὶ εὐ. PRyl. 233.16 (ii A.D.).2 thriving condition, healthiness,τοῦ σώματος Arist.HA 543b26
; πρὸς εὐ. καὶ πρὸς ὑγίειαν with a view to.., Id.Oec. 1345a26.3 honour and glory, Pi.I.1.40; piece of good luck, Cic.Att.9.13.1, Plu.2.498c; military success, Plb.7.9.10; εὐ. ἐμπορικαί success in trade, Hippod. ap. Stob.4.1.94; of virtuosi, ἡ παρὰ τοῖς θεάτροις εὐ. Ath.14.631f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐημερία
-
8 θεοσημεία
θεοσημεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοσημεία
См. также в других словарях:
ευαμερία — εὐαμερία, ἡ (Α) δωρ. τ., βλ. ευημερία … Dictionary of Greek
εὐαμερία — εὐᾱμερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc/acc dual (doric) εὐᾱμερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευημερία — η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος] αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ. β. «οικονομική ευημερία») μσν. αρχ. στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.) μσν. 1. εύνοια 2.… … Dictionary of Greek