Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐᾱμερία

См. также в других словарях:

  • ευαμερία — εὐαμερία, ἡ (Α) δωρ. τ., βλ. ευημερία …   Dictionary of Greek

  • εὐαμερία — εὐᾱμερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc/acc dual (doric) εὐᾱμερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευημερία — η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος] αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ. β. «οικονομική ευημερία») μσν. αρχ. στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.) μσν. 1. εύνοια 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»