-
1 ευερκεια
v. l. εὐερκία ἥ укрепленность, защищенностьεὐέρκειαν ἔχειν Plat. — быть защищенным;
εὐερκείας τινὸς χάριν Plat. — для защиты чего-л. -
2 εὐέρκεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέρκεια
-
3 εὐέρκεια
εὐ-έρκεια, ἡ, gute Befestigung, Verwahrung -
4 ευερκείας
εὐερκείᾱς, εὐέρκειαsecurity: fem acc plεὐερκείᾱς, εὐέρκειαsecurity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 εὐερκείας
εὐερκείᾱς, εὐέρκειαsecurity: fem acc plεὐερκείᾱς, εὐέρκειαsecurity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ευερκια
-
7 ευέρκειαν
-
8 εὐέρκειαν
См. также в других словарях:
ευέρκεια — εὐέρκεια και εὐερκία, ἡ (Α) [ευερκής] η ασφάλεια … Dictionary of Greek
εὐερκείας — εὐερκείᾱς , εὐέρκεια security fem acc pl εὐερκείᾱς , εὐέρκεια security fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέρκειαν — εὐέρκεια security fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)