-
1 ευερκεια
v. l. εὐερκία ἥ укрепленность, защищенностьεὐέρκειαν ἔχειν Plat. — быть защищенным;
εὐερκείας τινὸς χάριν Plat. — для защиты чего-л. -
2 ευερκια
См. также в других словарях:
ευέρκεια — εὐέρκεια και εὐερκία, ἡ (Α) [ευερκής] η ασφάλεια … Dictionary of Greek
εὐερκείας — εὐερκείᾱς , εὐέρκεια security fem acc pl εὐερκείᾱς , εὐέρκεια security fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέρκειαν — εὐέρκεια security fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)