Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐϑενία

См. также в других словарях:

  • εὐθενία — εὐθενίᾱ , εὐθενία fem nom/voc/acc dual εὐθενίᾱ , εὐθενία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθενία — εὐθενία και ιων. τ. εὐθενίη, ἡ (Α) βλ. ευθένεια …   Dictionary of Greek

  • εὐθενίαν — εὐθενίᾱν , εὐθενία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθενίην — εὐθενία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθενίης — εὐθενία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθένεια — εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) [ευθενής] αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.) αρχ. 1. προμήθεια, εφοδιασμός 2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία 3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» επιμελητής που φροντίζει για τον… …   Dictionary of Greek

  • ευθενιακός — εὐθενιακός, ή, όν (Α) [ευθενία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προμήθεια τροφίμων («εἴδη εὐθενιακά») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»