-
1 ευθενία
εὐθενίᾱ, εὐθενίαfem nom /voc /acc dualεὐθενίᾱ, εὐθενίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 εὐθενία
εὐθενίᾱ, εὐθενίαfem nom /voc /acc dualεὐθενίᾱ, εὐθενίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 εὐθενία
εὐθενία, ἡ,A = εὐθένεια 11 (q.v.), from which it cannot be distd. after ii B.C.: [dialect] Ion. [full] εὐθενίη ([pron. full] ¯ ?εὐθενίαX?εὐθενίαX ¯ ) Epigr. in Rev.Phil.19.178 (i B.C.), Epigr.Gr.1036.19 ([place name] Nicomedia); εὐθενία is v.l. in Arist. Rh. 1360b16, HA 602a15 (v.l. εὐσθένεια, εὐθένεια), Porph. Gaur.16.2.—From ii A.D. εὐθένεια and εὐθενία begin to be confused with εὐθηνία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθενία
-
4 ευθενίαν
-
5 εὐθενίαν
-
6 ευθενίην
-
7 εὐθενίην
-
8 ευθενίης
-
9 εὐθενίης
См. также в других словарях:
εὐθενία — εὐθενίᾱ , εὐθενία fem nom/voc/acc dual εὐθενίᾱ , εὐθενία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθενία — εὐθενία και ιων. τ. εὐθενίη, ἡ (Α) βλ. ευθένεια … Dictionary of Greek
εὐθενίαν — εὐθενίᾱν , εὐθενία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθενίην — εὐθενία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθενίης — εὐθενία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθένεια — εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) [ευθενής] αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.) αρχ. 1. προμήθεια, εφοδιασμός 2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία 3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» επιμελητής που φροντίζει για τον… … Dictionary of Greek
ευθενιακός — εὐθενιακός, ή, όν (Α) [ευθενία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προμήθεια τροφίμων («εἴδη εὐθενιακά») … Dictionary of Greek