-
1 ευψυχία
εὐψῡχίᾱ, εὐψυχίαgood courage: fem nom /voc /acc dualεὐψῡχίᾱ, εὐψυχίαgood courage: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐψῡχίαι, εὐψυχίαgood courage: fem nom /voc plεὐψῡχίᾱͅ, εὐψυχίαgood courage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευψυχια
ἥ тж. pl. душевное спокойствие, бодрость, мужество, решимость Aesch., Eur., Thuc., Plat., Arst., Dem., Polyb., Plut. -
3 εὐψυχία
Βλ. λ. ευψυχία -
4 εὐψυχίᾳ
Βλ. λ. ευψυχία -
5 ευψυχία
η смелость, отвага, бесстрашие; мужество, решимость -
6 εὐψυχία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-3=3 2 Mc 14,18; 4 Mc 6,11; 9,23good courage, high spiritCf. SPICQ 1978a, 337-338 -
7 εὐψυχία
εὐψῡχ-ία, ἡ,A good courage, high spirit, A.Pers. 326, E.Med. 403, Th.1.121, etc.; goodness of soul, opp. κακοψυχία, Pl.Lg. 791c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐψυχία
-
8 εὐψῡχία
εὐ-ψῡχία, ἡ, der gute Mut, die Tapferkeit -
9 ευψυχία
yiğitlik, cesaret -
10 ευψυχον
-
11 ευψυχίαι
εὐψῡχίαι, εὐψυχίαgood courage: fem nom /voc plεὐψῡχίᾱͅ, εὐψυχίαgood courage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 εὐψυχίαι
εὐψῡχίαι, εὐψυχίαgood courage: fem nom /voc plεὐψῡχίᾱͅ, εὐψυχίαgood courage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ευψυχίας
εὐψῡχίᾱς, εὐψυχίαgood courage: fem acc plεὐψῡχίᾱς, εὐψυχίαgood courage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 εὐψυχίας
εὐψῡχίᾱς, εὐψυχίαgood courage: fem acc plεὐψῡχίᾱς, εὐψυχίαgood courage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 animaequitas
animaequitās, ātis, f. (animus u. aequitas) = ευψυχία, Gleichmut, guter Mut, Corp. inscr. Lat. 6, 11259 u. Gloss.
-
16 προ-φέρω
προ-φέρω (s. φέρω), vorwärts tragen, fortführen; αἴϑε μ' ἀναρπάξασα ϑύελλα οἴχοιτο προφέρουσα, Od. 20, 64, vgl. Il. 6, 346; – hervortragen, vor Einem hintragen, zubringen, darbringen, Hom., der nur praes. u. imperf. hat: ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακα, Il. 9, 323; αἴ κε νέκυν περ Ἀχιλλῆϊ προφέρωμεν, 17, 121; auch οὐκ ἄν σφιν ὀνείδεά τε προφέροις, Il. 2, 251, Schmähworte vorbringen gegen sie; daher μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης, wirf mir nicht die Gaben der Aphrodite vor, 3, 64; u. so übh. im Reden vorbringen, vortragen, erwähnen, Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν, Aegina bringt ihr Mund als ihr Vaterland vor, Pind. I. 4, 43; δόμοισι προὐνεχϑέντος ἐν χρηστηρίοις, Aesch. Ag. 938, vgl. 194; τίν' αὐδὰν τάνδε προφέρεις νέαν, Eur. Suppl. 600; μῠϑον, Med. 189, so von der Pythia. mit folgdm acc. c. inf., Her. 5, 63; bes. auch Einem Etwas, vorwerfen, vorrücken, τινί τι, 1, 3. 4, 151; vgl. ὅςτις ἄνϑρωπος ὢν ἀνϑρώπῳ τύχην προφέρει, Dem. 18. 252, ἑκάστῳ τὰς ἰδίας συμφοράς, neben ὀνειδίζειν, 22, 62; u. med., Pol. 5, 11, 2; τἀναντία ἀεὶ προφέρειν ἐν τοῖς λόγοις, Plat. Soph. 259 d, auch im med., οὗ ἕνεκα ταῦτα προηνεγκάμεϑα εἰς τὸ μέσον, Phil. 57 a; μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν, führt nicht an, Thuc. 3, 64, πολλὰς δικαιώσεις προενεγκόντων ἀλλήλοις, 5, 17; Xen. u. Folgende; auch = aussprechen, προφέρεται κατ' ὀξεῖαν τάσιν, Ath. II, 53 a; – hervortragen, sichtbar werden lassen, zeigen, μένος, Muth zeigen, beweisen, Il. 10, 479; ἔριδα, Wetteifer zeigen, einen Wettkampf anstellen, Od. 6, 92; u. eben so im, med., ὅστις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέϑλων, dem Wirthe einen Wettkampf entgegenbringen, antragen, sich mit ihm in einen Wettkampf einlassen, Od. 8, 210, vgl. Il. 3, 7; εἰς μέσον, Plat. Legg. XI, 936 a; u. med. erwähnen, vorbringen, ἀναμνήσεως χάριν προηνεγκάμεϑα, Pol. 4, 66, 10; Sp. – Pass., γέλως προοῖσται, Luc. Paras. 2. – Vorwärts, weiterbringen, fördern, ὁδοῠ, ἔργου, beim Gehen, bei der Arbeit förderlich sein, gleichsam φέρειν πρόσω ὁδοῠ, ἔργου, Hes. O. 581; ἐν πάντα νόμον εὐϑύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, Pind. P. 2, 86, er ist förderlich, wie Thuc. 1, 93, καὶ αὐτοὺς ναυτικοὺς γεγενημένους μέγα προφέρειν ἐς τὸ κτήσασϑαι δύναμιν; pass. zunehmen, gedeihen, Sp., wie Plut. – Übertreffen, Vorzüge haben, τινός τινι, vor Einem in Etwas, εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων, an Güte u. Schönheit Vorzüge habend vor der Schaafwolle, diese übertreffend, Her. 3, 106; πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀϑηναίων, an Reichthum u. Schönheit alle Athener übertreffend, 6, 127; εὐψυχίᾳ οὐδέν, Thuc. 2, 89; auch τινὸς εἴς τι, wie προφέρω σου εἰς εὐτυχίαν Eur. Med. 1088.
-
17 κακο-ψῡχία
κακο-ψῡχία, ἡ, Kleinmuth, Verzagtheit, Plat. Legg. VII, 791 c, im Ggstz von εὐψυχία.
-
18 δια-πρεπής
δια-πρεπής, ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν ϑέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.
-
19 εκπρεπω
-
20 προιστημι
1) (impf. προΐστην, fut. προστήσω, aor. 1 προέστησα - стяж. προὔστησα, pf. προέστηκα - стяж. προὔστηκα; med.: impf. προϊστάμην, fut. προστήσομαι, aor. 1 προεστησάμην) ставить впереди или во главе(τινὰ τοῦ κέρατος Polyb.; τινὰ τῆς πόλεως Plat.; τινὰ Τρωσὴ μάχεσθαι Hom.)
2) ( формы как в 1) выставлять вперед, выдвигатьπροστησάμενος τὰ ἅρματα Xen. — расставив впереди колесницы;
π. τῆς ἐναντίας γνώμης Polyb. — выдвигать противоположное мнение;καλῶν ἔργων προΐστασθαι NT. — творить добрые дела;προΐστασθαί τινα στρατηγόν Dem. — назначать кого-л. своим полководцем3) (aor. 2 προέστην, pf. προέστηκα, ppf. προειστήκειν) становиться впереди, представать(τινί Her. и τινά Soph.)
ἦ σοὴ πολέμιος προὔστη ποτέ ; Soph. — разве (Эант) представал когда-л. перед тобой как враг?;ὡς δέ μιν προστῆναι τοῦτο Her. — (говорят, что) когда это вспомнилось ему4) ( формы как в 1) заслонять собой, становиться на защиту, защищатьπ. τινός Her., Plut. — защищать кого-л.;
π. ἀναγκαίας τύχης Soph. — защищать от роковой судьбы;πρὸ τοῦ φωτὸς προστησάμενος τὸν χεῖρα Arst. — заслонившись рукой от света;προστήσασθαί τινα αὑτοῦ Dem. — взять кого-л. себе в заступники (опекуном);τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι Dem. — сослаться в свою защиту на амфиктионийские положения5) ( формы как в 3) становиться во главе(τῆς πόλεως Plat.)
οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες Thuc. — первые граждане (руководящие лица) городов;οἱ προεστῶτες, ион. προεστεῶτες Her., Thuc. — руководители, старейшины;οἱ τοῦ δήμου προεστηκότες Thuc. и προϊστάμενοι Plut. — вожди народа;τοῖς ἐχθροῖς π. φόνου Soph. — нести смерть врагам;προειστήκει (τῶν ταραξάντων) Καλλίμαχος Xen. — во главе мятежников стал Каллимах;6) ( формы как в 3) ставить впереди или выше, предпочитать(τὰ ὦτα τοῦ νοῦ Plat.)
7) ( формы как в 3) опережать, превосходить(τινὸς εὐψυχίᾳ Plat.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐψυχία — εὐψῡχίᾱ , εὐψυχία good courage fem nom/voc/acc dual εὐψῡχίᾱ , εὐψυχία good courage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐψυχίᾳ — εὐψῡχίαι , εὐψυχία good courage fem nom/voc pl εὐψῡχίᾱͅ , εὐψυχία good courage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευψυχία — η (ΑΜ εὐψυχία) [εύψυχος Ι] ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα αρχ. ψυχική αγαθότητα, αντίθ. τού κακοψυχία … Dictionary of Greek
ευψυχία — η αντρεία, γενναιότητα, ζωντάνια, τόλμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐψυχίαι — εὐψῡχίαι , εὐψυχία good courage fem nom/voc pl εὐψῡχίᾱͅ , εὐψυχία good courage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐψυχίας — εὐψῡχίᾱς , εὐψυχία good courage fem acc pl εὐψῡχίᾱς , εὐψυχία good courage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek
ανθρωπόθυμος — ἀνθρωπόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει γενναιότητα, ευψυχία ανθρώπου, ο γενναίος σαν άνθρωπος (Πλούταρχος) … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
ευθάρσεια — εὐθάρσεια και εὐθαρσία, ἡ (Α) [ευθαρσής] ευτολμία, ευψυχία … Dictionary of Greek
εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… … Dictionary of Greek