-
1 ευχρηστως
1) с удобством, с пользойεὐ. ἔχειν πρός τι Polyb. — быть пригодным для чего-л.
2) кстати, метко(σκώμματα λέγειν πρός τινα Plut.)
-
2 ευχρήστως
-
3 εὐχρήστως
-
4 εὔ-χρηστος
εὔ-χρηστος, leicht zu gebrauchen, brauchbar, nützlich, Plat. Legg. VI, 777 b; πρός τι, Xen. Mem. 3, 8, 5; οὕτω πορευόμενοι εὐχρηστότεροι γίγνονται Cyr. 5, 3, 39; Mem. 4, 1, 3; Sp., εἴς τι D. Sic. 5, 40. – Adv., εὐχρήστως ἔχειν πρός τι, = εὐχρηστέω, Pol. 3, 73, 5.
-
5 ἐξυπνίζω
A awaken from sleep,οἱ κόρεις εὐχρήστως-ίζουσιν ἡμᾶς Chrysipp.Stoic.2.334
, cf. Ev.Jo.11.11:—[voice] Pass., wake up, LXX Jd.16.14, Plu.Ant.30, M.Ant.6.31. (Condemned by Phryn.200, etc., dub. in Com.Adesp.43.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξυπνίζω
См. также в других словарях:
εὐχρήστως — εὔχρηστος useful adverbial εὔχρηστος useful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχρηστος — η, ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και ήστη, ον) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός μσν. 1. ικανός 2. χρήσιμος, ωφέλιμος αρχ. αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που… … Dictionary of Greek