Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐχείρωτος

См. также в других словарях:

  • ευχείρωτος — εὐχείρωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα 2. ευπειθής, υπάκουος 3. εύκολος, ευχερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. α χείρωτος, δυσ χείρωτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐχείρωτος — easy to master masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρωτότατον — εὐχείρωτος easy to master masc acc superl sg εὐχείρωτος easy to master neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχείρωτον — εὐχείρωτος easy to master masc/fem acc sg εὐχείρωτος easy to master neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρωτοτάτους — εὐχείρωτος easy to master masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρωτότεροι — εὐχείρωτος easy to master masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρωτότερος — εὐχείρωτος easy to master masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρώτοις — εὐχείρωτος easy to master masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρώτου — εὐχείρωτος easy to master masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρώτους — εὐχείρωτος easy to master masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρώτων — εὐχείρωτος easy to master masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»