-
1 ευφώρατος
-
2 εὐφώρατος
-
3 εὐφώρατος
εὐφώρᾱτος, ον,A easy to detect, Gal.13.333;διαφορά Plu.2.63c
;συκοφαντία Lib.Decl.49.79
: [comp] Comp., Gal.6.95: [full] Εὐφωρατ[.] dub. in Lyr Alex. Adesp.19 tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφώρατος
-
4 ευφώρατον
εὐφώρατοςeasy to detect: masc /fem acc sgεὐφώρατοςeasy to detect: neut nom /voc /acc sg -
5 εὐφώρατον
εὐφώρατοςeasy to detect: masc /fem acc sgεὐφώρατοςeasy to detect: neut nom /voc /acc sg -
6 ευφώρατα
-
7 εὐφώρατα
-
8 ευφώρατοι
-
9 εὐφώρατοι
См. также в других словарях:
ευφώρατος — εὐφώρατος, ον (Α) αυτός που ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται ή διακρίνεται εύκολα («παντελῶς ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φωρατός «αυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί» (< φωρώ «ερευνώ για κλοπή»)] … Dictionary of Greek
εὐφώρατος — easy to detect masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφώρατον — εὐφώρατος easy to detect masc/fem acc sg εὐφώρατος easy to detect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφώρατα — εὐφώρατος easy to detect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφώρατοι — εὐφώρατος easy to detect masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)