-
1 ευφώρατον
εὐφώρατοςeasy to detect: masc /fem acc sgεὐφώρατοςeasy to detect: neut nom /voc /acc sg -
2 εὐφώρατον
εὐφώρατοςeasy to detect: masc /fem acc sgεὐφώρατοςeasy to detect: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
εὐφώρατον — εὐφώρατος easy to detect masc/fem acc sg εὐφώρατος easy to detect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφώρατος — εὐφώρατος, ον (Α) αυτός που ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται ή διακρίνεται εύκολα («παντελῶς ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φωρατός «αυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί» (< φωρώ «ερευνώ για κλοπή»)] … Dictionary of Greek