-
1 εὐ-φώρᾱτος
εὐ-φώρᾱτος ( Suid. erkl. φανερόν), leicht zu ertappen, zu entdecken, Sp. Bei Plut. de ad. et am. discr. 31, οὕτω τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα – ὥστε ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι, ist dies Wyttenbach's richtige Aenderung für das falsche εὐφορωτάτην od. εὐφωροτάτην, was von εὔφωρος abgeleitet wäre, vgl. Lob. Parall. p. 38.
См. также в других словарях:
εὐφώρατον — εὐφώρατος easy to detect masc/fem acc sg εὐφώρατος easy to detect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφώρατος — εὐφώρατος, ον (Α) αυτός που ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται ή διακρίνεται εύκολα («παντελῶς ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φωρατός «αυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί» (< φωρώ «ερευνώ για κλοπή»)] … Dictionary of Greek