Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εὐτελῶς

См. также в других словарях:

  • εὐτελῶς — εὐτελής easily paid for adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • благоконьчьнѣи — (1*) сравн. степ. к благоконьчьнъ: по том бо си˫а бл҃гоконечнѣѥ. како недостоиныи. дерзаю оубо во оглашении положити (εὐτελῶς) ФСт XIV, 75в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ηλέματος — ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα μάταια επίρρ... ἠλεμάτως (Α) 1. με οκνηρία, ευτελώς 2. μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε τού ηλεός* + μα τος (< μέ μον α «σκέπτομαι… …   Dictionary of Greek

  • λιτοβόρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐτελῶς τραφείς», αυτός που τρέφεται λιτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, δημο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • μυστάλμης — μυστάλμης, ὁ (Α) αυτός που ζει ευτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. μυστ ιλ ῶμαι «βουτώ ψωμί σε ζωμό και τρώω» (< μυστ ίλη* «τεμάχιο άρτου») + ἅλμη «θαλασσινό, αλμυρό νερό». Ο Ευστάθιος γράφει στα σχόλια στην Οδύσσεια τού Ομήρου «μυστάλμην ἐκ τοῦ… …   Dictionary of Greek

  • χαμαίζηλος — η, ο / χαμαίζηλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α 1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος 2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԱՐԳԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0113 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c մ. Իբրեւ անարգ. անարգութեամբ. անարգանօք. ἁτίμως ignominiose *Անարգաբար թագաւորեալ Շապուհ. Խոր. ՟Գ. 5: *Անարգաբար խաչեցաւ Տէրն. Շար.: Կամ անշքաբար. նուաստութեամբ. ... εὑτελῶς viliori… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԵՏԵՒԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0091 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 13c, 14c ա.գ. πεζός, πεζόν, πεζικόν pedes, peditus, peditatus. Որ հետի գնայ, կամ ʼի հետիոտս ընթանայ. ոտանաւոր. ոտքով քաշօղ կամ գացօղ. ... *Վեցհարիւր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»