-
121 низкопробный
επ., βρ: -бен, -она, -бно.1. κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος.2. μτφ. κακής ποιότητας•низкопробный товар εμπόρευμα κακής ποιότητας.
|| μτφ. ευτελής, ποταπός, χαμερπής. -
122 низменный
επ., βρ: -мен, -менна, -меню;1. βαθύπεδος• χαμηλός• πεδινός•-ая местность χαμηλή τοποθεσία.
2. μτφ. χαμερπής, ευτελής, ποταπός, ελεεινός• πρόστυχος•-ые желания χαμαιζηλίες•
-ая душа κολασμένη ψυχή•
-ые побуждения ευτελή κίνητρα.
3. ασήμαντος, μηδαμηνός. -
123 обормот
-а α.-ка, -и θ. (απλ.) άνθρωπος τιποτένιος, μηδαμινός, ευτελής• άχρηστος. -
124 пошлый
επ., βρ: пошл, пошла, пошло.1. πρόστυχος, ελεεινός, ποταπός, τιποτένιος, ευτελής•пошлый человек πρόστυχος άνθρωπος•
-ая среда ελεεινό (άθλιο) περιβάλλον.
2. βλ. банальный. -
125 рептилия
-и θ.1. ερπετό.2. μτφ. χαμερπής, ευτελής, ποταπός. -
126 свинья
-й, πλθ. свиньи, свиней, свиньям θ.1. χοίρος, γουρούνι.2. μτφ. άνθρωπος βρωμερός• αισχρός, αχρείος• ευτελής, πρόστυχος.εκφρ.подложить кому -ю – σκαρώνω σε κάποιον σκευωρία, προστυχιά•как свинья в апельсинах понимает, разбирается – αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε, ιδέα δεν έχει -
127 слюнтяй
-я α. -ка, -и θ.άβουλος, τ ιπο-τένι,ος, ελεεινός, ποταπός, ευτελής, ξευ-τιλας, -λισμένος. -
128 слюнтяйский
επ.ελεεινός, τποτένιος, ποταπός, ευτελής.• άβουλος.
См. также в других словарях:
εὐτελῆς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελής — easily paid for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
ευτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. για πράγματα, ο φτηνός, ο κατώτερης ποιότητας: Ύφασμα ευτελούς ποιότητας. 2. μτφ., άνθρωπος μικροπρεπής, τιποτένιος: Άνθρωπος ευτελής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτελῆ — εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτελής easily paid for masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελέστερον — εὐτελής easily paid for adverbial comp εὐτελής easily paid for masc acc comp sg εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστάτων — εὐτελής easily paid for fem gen superl pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέραις — εὐτελής easily paid for fem dat comp pl εὐτελεστέρᾱͅς , εὐτελής easily paid for fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέρων — εὐτελής easily paid for fem gen comp pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖ — εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)