-
1 ευτελης
21) недорогой, дешевый (sc. τέχνη Her.; ἐσθής Arst.)2) дешево берущий(συκοφάντης Plat.)
3) не требующий больших усилий, легкий(ἄσκησις Xen.; πεῖρα Plat.)
4) незначительный, небольшой(τὰ δεινά Thuc.)
5) простой, неважный(σηματουργός Aesch.)
6) негодный, плохой, жалкий, дрянной(παιδισκάριον Men.; χλαμύδιον Plut.)
7) ничтожный, незначительный(βίος Plat.; πόλεις Diod.)
8) простой, невзыскательный, скромный(δίαιτα Xen., Diod.; δεῖπνον Plut.)
-
2 ευτελής
ης, ες1) см. ευθηνός; 2) перен. дешёвый, низкопробный; низкого пошиба; 3) низкий, подлый -
3 γυμναστικος
I31) гимнастический(θεραπεία τοῦ σώματος Plat.)
2) занимающийся гимнастическими упражнениями, искусный в гимнастике(γ. καὴ εὐτελής Plut.)
3) упражняющий, развивающийII -
4 διαιτα
Iἥ1) (тж. δ. τῆς ζοῆς Her.) уклад, образ жизни, быт(εὐτελής Xen.; πτωχή Soph.; ἀνεπίμικτος Plut.)
ἥ ξυνηθης δ. Thuc. — повседневная жизнь;τὰ τῆς οἴκοι διαίτης Soph. — удобства домашнего быта2) местопребывание, жилище, помещение(δίαιται ὅπου κόρεις ὀλίγιστοι Arph.; sc. τοῦ νηκτοῦ ζῴου Arst.; ἥ παλλακίδων δ. Plut.)
δίαιταν ἔχειν παρά τινι и ἔν τινος (sc. οἴκῳ) Her. — жить у кого-л.3) предписанный врачами образ жизни, диэта(ἥ τεταγμένη δ. Plat.; φαρμάκοις καὴ διαίταις χρῆσθαι Arst.)
IIἥ третейский суд, арбитражἐπιτρέψαι δίαιτάν τινι Lys., Isocr., Isae., Dem., Arst. — передать дело на третейское решение кому-л.;
δίαιταν ὀφλεῖν Dem. — по третейскому суду быть признанным виновным
См. также в других словарях:
εὐτελῆς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελής — easily paid for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
ευτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. για πράγματα, ο φτηνός, ο κατώτερης ποιότητας: Ύφασμα ευτελούς ποιότητας. 2. μτφ., άνθρωπος μικροπρεπής, τιποτένιος: Άνθρωπος ευτελής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτελῆ — εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτελής easily paid for masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελέστερον — εὐτελής easily paid for adverbial comp εὐτελής easily paid for masc acc comp sg εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστάτων — εὐτελής easily paid for fem gen superl pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέραις — εὐτελής easily paid for fem dat comp pl εὐτελεστέρᾱͅς , εὐτελής easily paid for fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέρων — εὐτελής easily paid for fem gen comp pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖ — εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)