-
1 невысокий
невысок||ийприл1. χαμηλός / κοντός (о росте)·2. (небольшой) μικρός, χαμη-λος / εὐτελής, προσιτός (о цене)·3. (посредственный) κακός, εὐτελής:товар \невысокийого ка́чества ἐμπόρευμα κατώτερης ποιότητας· я \невысокийого мнения о нем δέν ἔχω μεγάλη ἐκτίμηση γι ' αὐτόν. -
2 заборный
заборный 11. επ. του περιβόλου, της μάντρας•заборный столб ο στύλος της μάντρας.
|| μτφ. απρεπής, ευτελής• άγαρμπος, άκοσμος•-ая литература ευτελής φιλολογία•
- ая брань (ругань κ.τ.τ.) χυδαιοβρισιές, χυδαιότητες.
заборный 2επ.της λήψης, του παρσίματος. || της εισαγωγής, της εισδοχής•-ая труба σωλήνας εισδοχής.
-
3 рептильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; μτφ. χαμερπής, ευτελής, ξεφτιλισμένος• πουλημένος•-ая газета ξεφτιλισμένη εφημερίδα•
-ая критика ευτελής κριτική.,репутация
-и θ.φήμη, όνομα• υπόληψη•не-запятная рептильный ακηλίδωτη φήμη.
-
4 Cheap
adj.P. εὐτελής, εὔωνος.Costing nothing: Ar. ἀδάπανος.Worthless, mean: P. and V. φαῦλος, εὐτελής.At the cheapest possible rate: P. ὡς ἀξιώτατον (Lys. 165).I have never yet seen cheaper anchovies: Ar. οὐπώποτʼ ἀφύας εἶδον ἀξιωτέρας (Eq. 645).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cheap
-
5 бросовый
бросов||ыйприл разг εὐτελής, ἀχρηστος:\бросовыйые цены οἱ ἐξευτελιστικές τιμές. -
6 грошовый
грош||овыйприл разг ἄσημος, ἀσήμαντος/ τιποτένιος (ничтожный):\грошовыйо́вая цена ἡ εὐτελής (или ἡ τιποτένια) τιμή· \грошовыйо́вая вещь πράγμα μιας δεκάρας, ἀσήμαντο πράγμα. -
7 незавидный
незавидныйприл ἀνεπίφθονος, ἀφθόνη-τος / μέτριος, εὐτελής (неважный). -
8 незначительностьый
незначительность||ыйприл1. (небольшой) ἀσήμαντος, μικρός / εὐτελής (о сумме):\незначительностьыйое большинство́ ἡ ἀσήμαντη πλειοψηφία· \незначительностьыйые результаты τά πενιχρά ἀποτελέσματα·2. (маловажный, тж. посредственный) ἀσήμαντος, ἄσημος, μηδαμινός:\незначительностьыйое лицо́ τό ἀσήμαντο πρόσωπο· \незначительностьыйый факт τό ἐπουσιώδες γεγονός. -
9 низкопробный
низкопробныйприл1. (о золоте, серебре) κίβδηλος, κάλπικος·2. перен разг εὐτελής / χαμηλός, κακής ποιότητος (плохого качества):\низкопробный делец ὁ ἀπατεώνας. -
10 trashy
adjective (worthless: trashy jewellery/novels/music.) ευτελής, της κακιάς ώρας -
11 грошовый
επ.φτηνός, κατώτερης ποιότητας. || μτφ. αναξιόλογος, ασήμαντος, μηδαμηνός, τιποτένιος. || πάμφτηνος• ευτελής. -
12 жалкий
επ., βρ: -лок, -лка, -лко.1. ελεεινός, αξιολύπητος, οικτρός•-ое зрелище ελεεινό θέαμα•
- ое существо ελεεινό υποκείμενο (ή ύπαρξη)•
жалкий вид ελεεινή όψη•
-ая улыбка (παρά)πονεμένο χαμόγελο•
быть -им είμαι αξιολύπητος•
он находится в -ом состоянии (ή положении) αυτός βρίσκεται σε ελεεινή κατάσταση.
|| κακόμοιρος, καημένος, ταλαίπωρημένος, μαύρος.2. άθλιος, ευτελής• τιποτένιος•жалкий человек άθλιος άνθρωπος•
-ие остатки ελεεινά υπολείμματα•
-ая роль τιποτένιος ρόλος•
жалкий трус ελεεινός κιοτής.
3. (διαλκ. κ. παλ.) βλ. жалобный.εκφρ.- ие слова – λόγια πονεικά, συγκινητικά. -
13 копеечный
επ.1. ενός καπικιού (αξίας).2. μηδαμινός, τιποτένιος, ασήμαντος• ελάχιστος•-ые расходы τιποτένια έξοδα.
3. μικροπρεπής, ευτελής, ελεεινός, ποταπός•-ая души ελεεινή ψυχή.
-
14 лакей
-я α.λακές, υπηρέτης. || μτφ. χαμερπής, ευτελής. -
15 лизоблюдство
-а ουδ.ευτελής κολακεία. -
16 мелочный
επ.1. μικρός•-ая торговля μικρεμπόριο•
-ые расходы μικροέξοδα•
-ые подробности μικρολεπτομέρειες•
-ые интересы μικροσυμφέροντα.
2. μικροπρεπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, τιποτένιος•мелочный человек μικροπρεπής άνθρωπος•
-ые придирки μικροπροφάσεις.
|| ασήμαντος, αναξιόλογος•-ая новость ασήμαντο νέο.
3. -ой παλ. λιανικός•-ая лавка ψιλικατζίδικο•
мелочный лавочник ή торговец ψιλικατζής•
-ая лавочница η ψιλικατζού•
товар τα ψιλικά•
-ая продажа λιανική πώληση.
-
17 незначительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. ασήμαντος, μικρός•-ая сумма денег ασήμαντο ποσό χρημάτων•
-ое большинство μικρή πλειοψηφία.
|| πενιχρός, φτωχικός, ευτελής.2. άσημος, αφανής. -
18 непорядочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαναξιοπρεπής• αγενής, ευτελής. -
19 низкопробный
επ., βρ: -бен, -она, -бно.1. κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος.2. μτφ. κακής ποιότητας•низкопробный товар εμπόρευμα κακής ποιότητας.
|| μτφ. ευτελής, ποταπός, χαμερπής. -
20 низменный
επ., βρ: -мен, -менна, -меню;1. βαθύπεδος• χαμηλός• πεδινός•-ая местность χαμηλή τοποθεσία.
2. μτφ. χαμερπής, ευτελής, ποταπός, ελεεινός• πρόστυχος•-ые желания χαμαιζηλίες•
-ая душа κολασμένη ψυχή•
-ые побуждения ευτελή κίνητρα.
3. ασήμαντος, μηδαμηνός.
См. также в других словарях:
εὐτελῆς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελής — easily paid for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
ευτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. για πράγματα, ο φτηνός, ο κατώτερης ποιότητας: Ύφασμα ευτελούς ποιότητας. 2. μτφ., άνθρωπος μικροπρεπής, τιποτένιος: Άνθρωπος ευτελής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτελῆ — εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτελής easily paid for masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελέστερον — εὐτελής easily paid for adverbial comp εὐτελής easily paid for masc acc comp sg εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστάτων — εὐτελής easily paid for fem gen superl pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέραις — εὐτελής easily paid for fem dat comp pl εὐτελεστέρᾱͅς , εὐτελής easily paid for fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέρων — εὐτελής easily paid for fem gen comp pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖ — εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)