Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐστόχῳ

См. также в других словарях:

  • ευστοχώ — (ΑΜ εὐστοχῶ, έω) [εύστοχος] 1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε») 2. πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. σκέπτομαι και ενεργώ σωστά αρχ. 1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῑν… …   Dictionary of Greek

  • ευστοχώ — ευστόχησα, πετυχαίνω το στόχο, χτυπώ το σημάδι, βρίσκω το στόχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐστοχῶ — εὐστοχέω hit the mark pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐστοχέω hit the mark pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστόχω — εὔστοχος well aimed masc/fem/neut nom/voc/acc dual εὔστοχος well aimed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστόχῳ — εὔστοχος well aimed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστόχωι — εὐστόχῳ , εὔστοχος well aimed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευστοχώ — διευστοχῶ ( έω) (Α) [ευστοχώ] πετυχαίνω τον στόχο …   Dictionary of Greek

  • ευθυσκοπώ — (Α εὐθυσκοπῶ, έω) [ευθυσκόπος] 1. βλέπω, παρατηρώ κάτι κατευθείαν 2. σκοπεύω με επιτυχία, ευστοχώ …   Dictionary of Greek

  • ευστόχημα — εὐστόχημα, τὸ (Α) [ευστοχώ] εύστοχη βολή …   Dictionary of Greek

  • καταστοχώ — καταστοχῶ, έω (Α) 1. βρίσκω τον στόχο, ευστοχώ 2. μτφ. πετυχαίνω τον δεκασμό, τη δωροδοκία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοχῶ (< στοχος < στόχος), πρβλ. α στοχώ, ευ στοχώ] …   Dictionary of Greek

  • κατευστοχώ — κατευστοχῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευστοχώ) βάλλω με ευστοχία, επιτυγχάνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»