Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐστάλεια

См. также в других словарях:

  • ευστάλεια — εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α) [ευσταλής] 1. καλή διάταξη, τοποθέτηση 2. συμμετρία, αναλογία («εὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.) 3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα τού οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • εὐσταλείᾳ — εὐσταλείᾱͅ , εὐστάλεια simple arrangement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»