-
1 ευσταλεία
-
2 εὐσταλείᾳ
-
3 εὐστάλεια
3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστάλεια
-
4 εὐ-σταλία
εὐ-σταλία, ἡ, ion. = εὐστάλεια, Leichtigkeit, Gewandtheit, Hippocr.; leichte Rüstung, καὶ κουφότης τῆς στρατιᾶς Plut. Sert. 13, wo εὐστάλεια zu ändern ist.
-
5 приземистость
-и θ.ευστάλεια μικρού σώματος. -
6 εὐσταλής
A well-equipped, ; of troops, light-armed,εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Th.3.22
; ἱππεὺς - έστατος X.Eq.7.8, etc.;ὁπλισμὸς -έστερος D.H.7.59
; τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον, = εὐστάλεια, Hdn.3.8.5.2 convenient, neat, Hp.Fract. 37 ([comp] Comp.), prob. in Id.Mochl.1; convenient to handle, manageable,σωμάτιον Id.Superf.7
([comp] Comp.); πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής a fair and easy voyage, S.Ph. 780.3 compact,εὐ. τὸν ὄγκον Plu.Mar.34
;σώματα Id.2.353a
; εὐ. δίαιτα light diet, Philum. ap. Orib.45.29.8.4 correct in habit and manners, well-behaved,κόσμιος καὶ εὐ. ἀνήρ Pl.Men. 90a
, cf. Diod.Com.2.17; orderly,ἱερουργίαι Plu.Sol.12
; in dress, neat, trim, Luc.Tim.54.II Adv. - λῶς, [dialect] Ion. - λέως, of dress, well girt up, Hp.Off.3, Opp.C.1.97; of light-armed troops,κούφως καὶ εὐ. ἐκτρέχειν Hdn.4.15.1
.2 of bandaging, compactly, Hp.Off.9 ([comp] Sup.), Mochl.1 codd.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσταλής
См. также в других словарях:
ευστάλεια — εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α) [ευσταλής] 1. καλή διάταξη, τοποθέτηση 2. συμμετρία, αναλογία («εὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.) 3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα τού οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εὐσταλείᾳ — εὐσταλείᾱͅ , εὐστάλεια simple arrangement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)