-
1 приземистость
-и θ.ευστάλεια μικρού σώματος.
См. также в других словарях:
ευστάλεια — εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α) [ευσταλής] 1. καλή διάταξη, τοποθέτηση 2. συμμετρία, αναλογία («εὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.) 3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα τού οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εὐσταλείᾳ — εὐσταλείᾱͅ , εὐστάλεια simple arrangement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)