Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐρῠ-λείμων

См. также в других словарях:

  • φιλολείμων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ (για ζώο) αυτός που τού αρέσουν τα λιβάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λειμών, ῶνος (πρβλ. εὐρυ λείμων)] …   Dictionary of Greek

  • ευρυλείμων — εὐρυλείμων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + λειμών] …   Dictionary of Greek

  • εύλειμος — εὔλειμος, ον (Α) ευλείμων* («σῑγα δ εὔλειμος νάπη φύλλ εἶχε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ λειμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»