-
1 εὐρυ-λείμων
εὐρυ-λείμων, ωνος, mit breiten Wiesen, Λιβύα Pind. P. 9, 55.
-
2 εὐρυλείμων
εὐρυ-λείμων, ωνος, mit breiten Wiesen
См. также в других словарях:
φιλολείμων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ (για ζώο) αυτός που τού αρέσουν τα λιβάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λειμών, ῶνος (πρβλ. εὐρυ λείμων)] … Dictionary of Greek
ευρυλείμων — εὐρυλείμων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + λειμών] … Dictionary of Greek
εύλειμος — εὔλειμος, ον (Α) ευλείμων* («σῑγα δ εὔλειμος νάπη φύλλ εἶχε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ λειμος] … Dictionary of Greek