-
1 εὐρυάγυια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυάγυια
-
2 εὐρυάγυια
εὐρυ-άγυια: wide - streeted, epith. of cities.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐρυάγυια
См. также в других словарях:
ευρυάγυια — εὐρυάγυια, ἡ (Α) αυτή που έχει ευρείες οδούς, η ευρύχωρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + αγυιά «δρόμος, οδός»] … Dictionary of Greek