Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐρυόδεια

См. также в других словарях:

  • εὐρυοδεία — εὐρυοδείᾱ , εὐρυόδεια with broad ways fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρυόδεια — εὐρυόδεια, ἡ (Α) 1. αυτή που έχει ευρείς, πλατιούς δρόμους («χθονὸς εὐρυοδείης», Όμ. Ιλ.) 2. επίθ. τής Δήμητρας στη Σκάρφεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά αποκλειστικά στην ομηρική φρ. από χθονός ευρυοδείης, πάντοτε σε τέλος στίχου, προήλθε δε πιθ. από… …   Dictionary of Greek

  • εὐρυόδεια — with broad ways fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυοδείας — εὐρυοδείᾱς , εὐρυόδεια with broad ways fem acc pl εὐρυοδείᾱς , εὐρυόδεια with broad ways fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυοδείης — εὐρυόδεια with broad ways fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gaia (Mythologie) — Gaia. Detail aus der Gigantomachie. Attisch rotfigurige Schale, 410 400 v. Chr.[D 1] Gaia oder Ge (griechisch Γαῖα oder Γῆ, dorisch Γᾶ …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»