-
1 ευπαθεία
εὐπαθείᾱͅ, εὐπάθειαcomfort: fem dat sg (attic doric aeolic)εὐπαθείᾱͅ, εὐπάθειαcomfort: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 εὐπαθείᾳ
εὐπαθείᾱͅ, εὐπάθειαcomfort: fem dat sg (attic doric aeolic)εὐπαθείᾱͅ, εὐπάθειαcomfort: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
3 ευπάθεια
-
4 εὐπάθεια
-
5 ευπαθεια
ἥ1) наслаждение, удовольствие; благополучие(ἐν εὐπαθείῃσι Her. и ἐν εὐπαθείαις εἶναι Plut.; πρὸς εὐπάθειαν ἰέναι Arst.)
3) (повышенная) чувствительность, впечатлительность Plut. -
6 ευπάθεια
η1) восприимчивость, предрасположенность (к болезням); 2) чувствительность;ευπάθεια βαρομέτρου (ζυγού) — чувствительность барометра (весов)
-
7 εὐπάθεια
A comfort, ease, X.Ages.9.3; οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν ib.11.9, cf. Plu.2.132c: esp. in pl., enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι enjoy oneself, make merry, Hdt.1.22, 191, 8.99;εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν Id.1.135
; also, delicacies, dainties, , cf. Pl.R. 404d.2 pl. in Stoic Philos., innocent emotions, opp. πάθη, Stoic.3.105,al.3 = τὸ εὖ πάσχειν, receipt of benefits, Arist.EN 1159a21.4 sensitiveness to impressions, Alex.Aphr.Pr.2.53; to disease, Gal.8.205, al.; passivity, Plu.2.589.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπάθεια
-
8 εὐπάθεια
-
9 ευπάθεια
susceptibilityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευπάθεια
-
10 ευπαθείας
εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem acc plεὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem gen sg (attic doric aeolic)εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem acc pl (ionic)εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
11 εὐπαθείας
εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem acc plεὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem gen sg (attic doric aeolic)εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem acc pl (ionic)εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
12 ευπαθιη
-
13 ευπαθειών
-
14 εὐπαθειῶν
-
15 ευπαθείαις
-
16 εὐπαθείαις
-
17 ευπαθείησι
-
18 εὐπαθείῃσι
-
19 ευπαθία
εὐπαθίᾱ, εὐπάθειαcomfort: fem nom /voc /acc dual (ionic)εὐπαθίᾱ, εὐπάθειαcomfort: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic) -
20 εὐπαθία
εὐπαθίᾱ, εὐπάθειαcomfort: fem nom /voc /acc dual (ionic)εὐπαθίᾱ, εὐπάθειαcomfort: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐπαθείᾳ — εὐπαθείᾱͅ , εὐπάθεια comfort fem dat sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱͅ , εὐπάθεια comfort fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάθεια — comfort fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… … Dictionary of Greek
ευπάθεια — η 1. ευαισθησία. 2. το να προσβάλλεται εύκολα κανείς από την αρρώστια, μειωμένη αντοχή του οργανισμού: Έχω ευπάθεια στα έντερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπαθείας — εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl (ionic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθειῶν — εὐπάθεια comfort fem gen pl εὐπάθεια comfort fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθείαις — εὐπάθεια comfort fem dat pl εὐπάθεια comfort fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθείῃσι — εὐπάθεια comfort fem dat pl (epic ionic) εὐπάθεια comfort fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάθειαι — εὐπάθεια comfort fem nom/voc pl εὐπάθεια comfort fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθίης — εὐπάθεια comfort fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάθειαν — εὐπάθεια comfort fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)