-
1 ευπαθείαις
-
2 εὐπαθείαις
-
3 ευπαθεια
ἥ1) наслаждение, удовольствие; благополучие(ἐν εὐπαθείῃσι Her. и ἐν εὐπαθείαις εἶναι Plut.; πρὸς εὐπάθειαν ἰέναι Arst.)
3) (повышенная) чувствительность, впечатлительность Plut.
См. также в других словарях:
εὐπαθείαις — εὐπάθεια comfort fem dat pl εὐπάθεια comfort fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… … Dictionary of Greek