Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπαθείαις

См. также в других словарях:

  • εὐπαθείαις — εὐπάθεια comfort fem dat pl εὐπάθεια comfort fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»