-
1 ευπόριστα
-
2 εὐπόριστα
-
3 εὐπόριστος
A easy to procure or secure, Id.Ep.3p.63U., Sent.21, Fr. 469, Dsc.Eup. Praef.: [comp] Sup., ἀμπεχόνη, οἰκία, Ph.2.424, cf. Phld.D.1.15; feasible, Cic.Att.7.1.7; εὐπόριστα (sc. φάρμακα), τά, common, family medicines: title of work by Dsc., Orib.Eup.Praef. (called περὶ ἁπλῶν φαρμάκων in codd. of Dsc.Eup.); also, ordinary food, opp. game out of season, Plu.Luc.40, Pomp.2.II [voice] Act., providing one's subsistence with ease, Ptol.Tetr. 155.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπόριστος
См. также в других словарях:
εὐπόριστα — εὐπόριστος easy to procure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Oribasĭos — Oribasĭos, griech. Arzt aus Pergamum im 4. u. 5. Jahrh. n. Chr., war Leibarzt u. Berather des Kaisers Julianus, wurde von Valens u. Valentinianus verwiesen, später jedoch zurückberufen u. starb in hohem Alter in Constantinopel. Er verfertigte auf … Pierer's Universal-Lexikon
обрѣтеныи — (25) прич. страд. прош. к обрѣсти. 1.В 1 знач.: жена же нѣка˫а дасть дщери ѥго скровище. по семь || ѹмре дщи ѥго. и не обрѣтенѹ бывшю положеномѹ. и въпроси старець мьртвѹю. ПрЛ XIII, 87в–г; иже ѥси послалъ на землю изиска||тъ погыбъшихъ. имь же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευπόριστος — η, ο (ΑΜ εὐπόριστος, ον) αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος αρχ. 1. εφικτός, κατορθωτός 2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα τής ζωής 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα α) συνήθης και πρόχειρη… … Dictionary of Greek
Νόννος, Θεοφάνης — (10ος αι.). Βυζαντινός γιατρός και συγγραφέας. Έγραψε πολλά αξιόλογα έργα της ειδικότητάς του, τα κυριότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Επιτομή της Ιατρικής απάσης τέχνης, ιατρική εγκυκλοπαίδεια γραμμένη με εντολή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Z’… … Dictionary of Greek