-
1 ευπρόσωπος
-
2 εὐπρόσωπος
-
3 ευπροσωπος
21) красивый (лицом), миловидный(μειράκιον Arph.; νεανίσκος Plat.)
2) красивый, изящный(ἐπίθετα Plut.)
3) досл. с радостным лицом, перен. радостный, приветливый(φροίμια Eur.)
ἦ πού με δέξαιτ΄ ἂν εὐ. ; Soph. — радостно ли он примет меня?4) (с виду) благопристойный, приличный(λόγοι Dem.; νομοθεσία Arst.)
ὑπεκρίναντο οὕτω εὐπρόσωπα Her. — таков был внешне корректный ответ (керкирян) -
4 εὐπρόσωπος
εὐπρόσωπος, ον,A fair of face, Cratin.304, Anaxandr.9.5; , cf. Ra. 412 (lyr.), X.Mem.1.3.10 ([comp] Sup.); with glad countenance, S.Aj. 1009; comice,λοπάς Eub.44.1
.2 metaph., fair in outward show, specious,ὑπεκρίναντο.. εὐπρόσωπα Hdt.7.168
;οὐκ εὐ. φροιμίοις E.Ph. 1336
;λόγους εὐ. καὶ μύθους D.18.149
;εὐ. ἡ τοιαύτη νομοθεσία Arist.Pol. 1263b15
: [comp] Comp., Aristid.1.429J. Adv. - πως Philostr.VS1.18.4, Aristaenet.1.9, Jul.Or.7.224b.3 perh. possessing legal personality, Antig. ap. Plu.2.458f (with pun on signf.1).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρόσωπος
-
5 ευπρόσωπος
η, ο [ος, ον ] см. ευπαρουσίαστος 2 -
6 εὐπρόσωπος
-ος,-ον A 1-0-0-0-0=1 Gn 12,11pleasing to the eye, fair in outward show, beautiful -
7 ευπροσωπότερον
εὐπρόσωποςfair of face: adverbial compεὐπρόσωποςfair of face: masc acc comp sgεὐπρόσωποςfair of face: neut nom /voc /acc comp sg -
8 εὐπροσωπότερον
εὐπρόσωποςfair of face: adverbial compεὐπρόσωποςfair of face: masc acc comp sgεὐπρόσωποςfair of face: neut nom /voc /acc comp sg -
9 ευπροσωπότατον
εὐπρόσωποςfair of face: masc acc superl sgεὐπρόσωποςfair of face: neut nom /voc /acc superl sg -
10 εὐπροσωπότατον
εὐπρόσωποςfair of face: masc acc superl sgεὐπρόσωποςfair of face: neut nom /voc /acc superl sg -
11 ευπροσώπως
-
12 εὐπροσώπως
-
13 ευπρόσωπον
-
14 εὐπρόσωπον
-
15 ευπροσωποτάτη
-
16 εὐπροσωποτάτη
-
17 ευπροσωποτάτοις
-
18 εὐπροσωποτάτοις
-
19 ευπροσωποτέρους
-
20 εὐπροσωποτέρους
См. также в других словарях:
εὐπρόσωπος — fair of face masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρόσωπος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.) 2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ευπρόσωπος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπροσωπότερον — εὐπρόσωπος fair of face adverbial comp εὐπρόσωπος fair of face masc acc comp sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωπότατον — εὐπρόσωπος fair of face masc acc superl sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσώπως — εὐπρόσωπος fair of face adverbial εὐπρόσωπος fair of face masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρόσωπον — εὐπρόσωπος fair of face masc/fem acc sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωποτάτη — εὐπρόσωπος fair of face fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωποτάτοις — εὐπρόσωπος fair of face masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωποτέρους — εὐπρόσωπος fair of face masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωπόταται — εὐπρόσωπος fair of face fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)