Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπροσώπως

См. также в других словарях:

  • εὐπροσώπως — εὐπρόσωπος fair of face adverbial εὐπρόσωπος fair of face masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπρόσωπος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.) 2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»