-
1 ευπροσώπως
-
2 εὐπροσώπως
См. также в других словарях:
εὐπροσώπως — εὐπρόσωπος fair of face adverbial εὐπρόσωπος fair of face masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρόσωπος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.) 2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek