Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εὐπρέπεια

См. также в других словарях:

  • εὐπρεπείᾳ — εὐπρεπείᾱͅ , εὐπρέπεια goodly appearance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρέπεια — goodly appearance fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπρέπεια — η (ΑΜ εὐπρέπεια) [ευπρεπής] 1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση 2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους 3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα μσν. καύχημα, κόσμημα μσν. αρχ. μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν… …   Dictionary of Greek

  • ευπρέπεια — η 1. καλή και άψογη εξωτερική εμφάνιση. 2. οι καλοί τρόποι, η κοσμιότητα, η ευγένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπρεπείας — εὐπρεπείᾱς , εὐπρέπεια goodly appearance fem acc pl εὐπρεπείᾱς , εὐπρέπεια goodly appearance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπείαι — εὐπρεπείᾱͅ , εὐπρέπεια goodly appearance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπειῶν — εὐπρέπεια goodly appearance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπείαις — εὐπρέπεια goodly appearance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπείης — εὐπρέπεια goodly appearance fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρέπειαι — εὐπρέπεια goodly appearance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρέπειαν — εὐπρέπεια goodly appearance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»