-
1 bienséance
ευπρέπεια -
2 décence
ευπρέπεια -
3 slušnost
ευπρέπεια -
4 przyzwoitość
ευπρέπεια -
5 приличие
приличие с η ευπρέπεια, οι καλοί τρόποι· правила \приличиея οι κανόνες ευπρέπειας* соблюдать \приличиея τηρώ τους τύπους* * *сη ευπρέπεια, οι καλοί τρόποιпра́вила прили́чия — οι κανόνες ευπρέπειας
соблюда́ть прили́чия — τηρώ τους τύπους
-
6 благопристойность
благопристо́йн||остьж ἡ εὐκοσμία, ἡ κοσμιότητα [-ης], ἡ εὐπρέπεια. -
7 приличие
прилич||иес ἡ εὐπρέπεια, ἡ εὐγένεια, ἡ κοσμιότης, ἡ εὐσχημοσύνη:соблюдать \приличиеия τηρῶ τους κανόνες τής εὐπρέπειας· для \приличиеия γιά τους τύπους. -
8 тон
тонм1. ὁ τόνος, τό ὕφος:низкий \тон ὁ χαμηλός τόνος· говорить мягким \тонομ μιλώ μέ μαλακό ὕφος' говорить нежным \тоном γλυκομιλῶ· говорить повелительным \тоном μιλῶ μέ ἐπιτακτικό τόνο·2. ἡ ἀπόχρωση [-ις], ὁ τόνος χρώματος:светлые \тона́ τά ἀνοιχτά χρώματα· быть в \тон ταιριάζω, πηγαίνω· ◊ дурной \тон ἡ ἀγένεια, ἡ ἀπρέπεια, τό ἀγροϊκον хороший \тон ἡ εὐγένεια, ἡ εὐπρέπεια· задавать \тон δίνω τόν τόνο· переменить \тон ἀλλάζω ὕφος· попасть в \тон βρίσκω τήν κατάλληλη νότα· повышать,\тон ἀρχίζω νά φωνάζω, ἀγριεύω. -
9 decency
noun ((the general idea of) what is proper, fitting, moral etc; the quality or act of being decent: In the interests of decency, we have banned nude bathing; He had the decency to admit that it was his fault.) ευπρέπεια, αξιοπρέπεια -
10 decorum
[di'ko:rəm]noun (quiet, dignified and proper behaviour: The man behaved with decorum in the old lady's presence.) ευπρέπεια -
11 grace
[ɡreis] 1. noun1) (beauty of form or movement: The dancer's movements had very little grace.) χάρη2) (a sense of what is right: At least he had the grace to leave after his dreadful behaviour.) ευπρέπεια3) (a short prayer of thanks for a meal.) ευχαριστία, ευχαριστήρια προσευχή πριν το φαγητό4) (a delay allowed as a favour: You should have paid me today but I'll give you a day's grace.) περίοδος χάριτος5) (the title of a duke, duchess or archbishop: Your/His Grace.) Υψηλότατος / Μακαριότατος6) (mercy: by the grace of God.) έλεος•- graceful- gracefully
- gracefulness
- gracious 2. interjection(an exclamation of surprise.) Θεέ και Κύριε!- graciousness
- with a good/bad grace
- with good/bad grace -
12 propriety
(correctness of behaviour; decency; rightness.) ευπρέπεια,καλή συμπεριφορά -
13 respectability
noun ευπρέπεια -
14 благопристойность
-и θ.παλ. κοσμιότητα, ευπρέπεια, ευσχημοσύνη. -
15 благочиние
-я ουδ.(γραπ. λόγος) ευπρέπεια, κοσμιότητα. || εφημερία, επιτροπεία, εξαρχία. -
16 декорум
-а α. (γραπ. λόγος) ευπρέπεια, κοσμιότητα, ευσχημοσύνη. -
17 добропорядочность
-и θ.ευπρέπεια, ευταξία, κοσμιότητα. -
18 корректность
-и θ.ευπρέπεια, κοσμιότητα. -
19 презентабельность
-и θ.εμφάνιση καλή, ευπαρουσίαση, ευπρέπεια, ευκοσμία, ευσχημοσύνη. -
20 приличие
-я ουδ.ευπρέπεια ήθους, κοσμιότητα, ευσχημοσύνη•соблюдать -я τηρώ τους κανόνες ευπρέπειας•
для -я χάρη ευπρέπειας.
|| πλθ. -я οι κανόνες ευπρέπειας ή καλής συμπεριφοράς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐπρεπείᾳ — εὐπρεπείᾱͅ , εὐπρέπεια goodly appearance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρέπεια — goodly appearance fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρέπεια — η (ΑΜ εὐπρέπεια) [ευπρεπής] 1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση 2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους 3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα μσν. καύχημα, κόσμημα μσν. αρχ. μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν… … Dictionary of Greek
ευπρέπεια — η 1. καλή και άψογη εξωτερική εμφάνιση. 2. οι καλοί τρόποι, η κοσμιότητα, η ευγένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπρεπείας — εὐπρεπείᾱς , εὐπρέπεια goodly appearance fem acc pl εὐπρεπείᾱς , εὐπρέπεια goodly appearance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπείαι — εὐπρεπείᾱͅ , εὐπρέπεια goodly appearance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπειῶν — εὐπρέπεια goodly appearance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπείαις — εὐπρέπεια goodly appearance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπείης — εὐπρέπεια goodly appearance fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρέπειαι — εὐπρέπεια goodly appearance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρέπειαν — εὐπρέπεια goodly appearance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)