-
1 ευποιίας
εὐποιΐᾱς, εὐποιίαbeneficence: fem acc plεὐποιΐᾱς, εὐποιίαbeneficence: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 εὐποιίας
εὐποιΐᾱς, εὐποιίαbeneficence: fem acc plεὐποιΐᾱς, εὐποιίαbeneficence: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 εὐποιΐας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐποιΐας
-
4 προκατάρχω
A beging first,ἡ -άρχουσα χάρις Ph.1.487
;ἡ-άρξασα διάθεσις A.D.Synt.244.9
;π. μιαιφονίας D.S.38.6
;χάριτος A.D.Pron.40.10
.2 of causes (cf. προκαταρκτικός (, τῶν αἰτίων τινὰ μέν ἐστι τὰ προκατάρξαντα Dsc.Ther.Praef.
, cf. Sor.2.17, Gal.9.1: c. gen.,τῆς σωματικῆς ἁπάσης κινήσεως π. Dam.Pr. 284
; , cf. Iamb. Myst.1.7.II begin a thing before others,τοῦ πολέμου D.S.2.18
, D.C.50.2:—[voice] Med.,π. [ὀρχήσεως] D.H.7.72
; μάχης, εὐποιίας, J.AJ1.20.2, 7.15.1;ἔχθρας D.C.Fr.40.4
;π. τοῦ.. σώματος τὸ στυγνὸν σκότος Corp.Herm.1.20
(- έρχεται codd.): abs., begin hostilities, Plb.3.31.5, D.C.41.59, Heliod. in EN104.9.2 [voice] Med., = litem contestor, Gloss.III προκατάρχεσθαί τινι τῶν ἱερῶν serve one with the first or the best portion of the victim at sacrifices (one of the privileges of the citizens of the mother-city in their colonies), Th.1.25, cf. App. BC1.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκατάρχω
См. также в других словарях:
εὐποιίας — εὐποιΐᾱς , εὐποιία beneficence fem acc pl εὐποιΐᾱς , εὐποιία beneficence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благотворениѥ — БЛАГОТВОРЕНИ|Ѥ (21), ˫А с. Совершение добрых дел; благотворительность: цр҃кви... i б҃атьства съ правдою i съ бл҃готворениѥмь ||=не похоулѩѥть. КР 1284, 71в г; дивныи же Титъ сь... бл҃готворениѥмь многымь и цѣломоудрьѥмь и праведьѥмь оукрашенъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Order of Beneficence (Greece) — Order of Beneficence Τάγμα Ευποιΐας Grand Cross and Star of the Order of Beneficence Awarded by the President of the Hellenic Republic Type Order … Wikipedia
Орден Добродетели — Оригинальное название … Википедия
Order of Beneficence (Greek order) — The Order of Beneficence (Greek Τάγμα Ευποιΐας), also styled Order for Good Deeds, is an Order (decoration) of Greece, that was established in 1948. It is conferred by the Greek government as a moral reward for women especially, Greek and foreign … Wikipedia
Eupoieia-Orden — Der Eupoieia Orden (griechisch Τάγμα της Ευποιΐας, Tagma tis Evpiias) , auch Wohltätigkeitsorden genannt, wurde am 7. Mai 1948 von König Paul I. von Griechenland als Damen und Wohltätigkeitsorden gestiftet. Er kann an In und Ausländerinnen… … Deutsch Wikipedia
Liste d'ordres civils et militaires — La liste d ordres civils et militaires récapitule les différents ordres en fonction des pays. Les ordres ci dessous sont classés par pays et par date de fondation. En gras sont indiqués les ordres nationaux les plus importants dans l ordre de… … Wikipédia en Français
αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… … Dictionary of Greek
Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… … Dictionary of Greek